Τηλενουβελοτρέλα
Would you like to react to this message? Create an account in a few clicks or log in to continue.

Τηλενουβελοτρέλα

Φόρουμ για τους φαν των τηλενουβελών.
 
HomeHome  Latest imagesLatest images  SearchSearch  RegisterRegister  Log in  

 

 Συνέχισε την ιστορία...

Go down 
3 posters
Go to page : 1, 2  Next
AuthorMessage
mel
Admin
mel


Female Posts : 6632
Join date : 2015-08-11

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptyWed Aug 19, 2015 11:45 am

Συνέχισε με λίγες γραμμές την ιστορία.

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας.
Back to top Go down
https://thlenouvelotrela.forumgreek.com
Αλμοδοβαρεμένη

Αλμοδοβαρεμένη


Posts : 2164
Join date : 2015-08-13

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptyWed Aug 19, 2015 6:00 pm

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Back to top Go down
mel
Admin
mel


Female Posts : 6632
Join date : 2015-08-11

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptyWed Aug 19, 2015 7:26 pm

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Back to top Go down
https://thlenouvelotrela.forumgreek.com
Αλμοδοβαρεμένη

Αλμοδοβαρεμένη


Posts : 2164
Join date : 2015-08-13

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptyFri Aug 21, 2015 9:14 pm

(Την προηγούμενη φορά πήρα φόρα και συνέχισα σε πολλές γραμμές. Τώρα θα κρατηθώ)

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Back to top Go down
mel
Admin
mel


Female Posts : 6632
Join date : 2015-08-11

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptyMon Aug 24, 2015 9:58 am

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Back to top Go down
https://thlenouvelotrela.forumgreek.com
Αλμοδοβαρεμένη

Αλμοδοβαρεμένη


Posts : 2164
Join date : 2015-08-13

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptyWed Aug 26, 2015 1:47 am

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του.
Back to top Go down
mel
Admin
mel


Female Posts : 6632
Join date : 2015-08-11

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptyWed Aug 26, 2015 3:04 pm

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.

_________________
Συνέχισε την ιστορία...  Image16
Back to top Go down
https://thlenouvelotrela.forumgreek.com
Αλμοδοβαρεμένη

Αλμοδοβαρεμένη


Posts : 2164
Join date : 2015-08-13

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptyThu Aug 27, 2015 10:35 pm

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.
"Πώς από δω;" τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Ντάριο δεν απάντησε. Έριξε μερικές ματιές στο χώρο, εντόπισε ένα ασημένιο αλογάκι στο τραπεζάκι του χωλ και βάλθηκε να το περιεργάζεται. Εκείνη τη στιγμή η Μέτσε τρόμαξε πραγματικά. Το άρπαξε από τα χέρια του, το έριξε στη βαθιά πολυθρόνα και κάθισε πάνω του με την ελπίδα να το σώσει.
"Θα σου έλεγα να μείνεις για ένα ποτό αλλά δεν έχω χρόνο, Ντάριο. Ετοιμαζόμουν να βγω" χαριτολόγησε.
Ο Ντάριο στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές.
"Προτού πληρώσεις, δεν έχεις να πας πουθενά" δήλωσε.
Back to top Go down
Άσχετη

Άσχετη


Posts : 76
Join date : 2015-08-13

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptySun Sep 13, 2015 9:12 pm

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.
"Πώς από δω;" τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Ντάριο δεν απάντησε. Έριξε μερικές ματιές στο χώρο, εντόπισε ένα ασημένιο αλογάκι στο τραπεζάκι του χωλ και βάλθηκε να το περιεργάζεται. Εκείνη τη στιγμή η Μέτσε τρόμαξε πραγματικά. Το άρπαξε από τα χέρια του, το έριξε στη βαθιά πολυθρόνα και κάθισε πάνω του με την ελπίδα να το σώσει.
"Θα σου έλεγα να μείνεις για ένα ποτό αλλά δεν έχω χρόνο, Ντάριο. Ετοιμαζόμουν να βγω" χαριτολόγησε.
Ο Ντάριο στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές.
"Προτού πληρώσεις, δεν έχεις να πας πουθενά" δήλωσε.
"Χαλάρωσε λίγο Ντάριο, μου φαίνεσαι κουρασμένος" είπε η Μέτσε και άπλωσε το χέρι της για να του χαϊδέψει το μάγουλο αλλά εκείνος της έπιασε δυνατά τον καρπό.
"Δεν ήρθα για να χαλαρώσω αλλά για να μου δώσεις αυτά που είχαμε συμφωνήσει"
"Κάθαρμα" σκέφτηκε η Μέτσε. Και να σκεφτείς ότι κάποτε... "Όχι!" σκέφτηκε. Δεν ήταν η ώρα για να τα σκέφτεται αυτά. Δεν είχε νόημα να συλλογίζεται τη μοναδική φορά που αγνόησε τις συμβουλές της Μαντάμ Καταλίνα και πίστεψε σε κάτι αγνό. Ως πότε θα πλήρωνε αυτό το λάθος της εφηβείας της που στεκόταν τώρα μπροστά της; Αυτό που προείχε ήταν να τον διώξει από το διαμέρισμά της και μετά να κάτσει να σκεφτεί ένα καινούργιο σχέδιο για να απαλλαγεί από αυτόν και τους εκβιασμούς του.
Back to top Go down
Αλμοδοβαρεμένη

Αλμοδοβαρεμένη


Posts : 2164
Join date : 2015-08-13

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptyTue Sep 22, 2015 7:29 pm

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.
"Πώς από δω;" τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Ντάριο δεν απάντησε. Έριξε μερικές ματιές στο χώρο, εντόπισε ένα ασημένιο αλογάκι στο τραπεζάκι του χωλ και βάλθηκε να το περιεργάζεται. Εκείνη τη στιγμή η Μέτσε τρόμαξε πραγματικά. Το άρπαξε από τα χέρια του, το έριξε στη βαθιά πολυθρόνα και κάθισε πάνω του με την ελπίδα να το σώσει.
"Θα σου έλεγα να μείνεις για ένα ποτό αλλά δεν έχω χρόνο, Ντάριο. Ετοιμαζόμουν να βγω" χαριτολόγησε.
Ο Ντάριο στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές.
"Προτού πληρώσεις, δεν έχεις να πας πουθενά" δήλωσε.
"Χαλάρωσε λίγο Ντάριο, μου φαίνεσαι κουρασμένος" είπε η Μέτσε και άπλωσε το χέρι της για να του χαϊδέψει το μάγουλο αλλά εκείνος της έπιασε δυνατά τον καρπό.
"Δεν ήρθα για να χαλαρώσω αλλά για να μου δώσεις αυτά που είχαμε συμφωνήσει"
"Κάθαρμα" σκέφτηκε η Μέτσε. Και να σκεφτείς ότι κάποτε... "Όχι!" σκέφτηκε. Δεν ήταν η ώρα για να τα σκέφτεται αυτά. Δεν είχε νόημα να συλλογίζεται τη μοναδική φορά που αγνόησε τις συμβουλές της Μαντάμ Καταλίνα και πίστεψε σε κάτι αγνό. Ως πότε θα πλήρωνε αυτό το λάθος της εφηβείας της που στεκόταν τώρα μπροστά της; Αυτό που προείχε ήταν να τον διώξει από το διαμέρισμά της και μετά να κάτσει να σκεφτεί ένα καινούργιο σχέδιο για να απαλλαγεί από αυτόν και τους εκβιασμούς του.
"Δεν γίνεται να μιλήσουμε όταν κάνεις σαν τρελός. Ας ηρεμήσουμε πρώτα" του είπε και προχώρησε στην κάβα.
Νιώθοντας τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, γέμισε δυο ποτήρια με γλυκό αγουαρδιέντε και με κινήσεις που θα ζήλευε ταχυδακτυλουργός, φρόντισε να ρίξει στο ένα από αυτά την ακριβή σκόνη που φύλαγε στο δαχτυλίδι της. Όταν έχεις μαθητεύσει δίπλα στη μαντάμ Καταλίνα, μπορείς να κοροϊδέψεις τον αντίπαλο μπροστά του, μονολόγησε από μέσα της.
Όχι τον Ντάριο όμως.
"Έχεις εμπιστοσύνη στις ικανότητές σου, έτσι; Σαν την παλάμη του χεριού μου σε ξέρω,καταραμένη" της είπε μόλις του έτεινε το ποτήρι. Το άρπαξε απ'το χέρι της και το κοπάνησε στο πάτωμα. Κρύος ιδρώτας έλουσε τη Μέτσε. "Για να δούμε! Κλάψε για το χαμένο σου κρύσταλλο να φανεί ποιά είσαι!" Βλέποντάς τη ακίνητη σαν άγαλμα, την άρπαξε από τα μπράτσα και την έφερε αντιμέτωπη με το φλογισμένο του πρόσωπο. "Δεύτερη φορά δεν την πατάει ο Ντάριο Αρισμέντι"
Η Μέτσε δεν άντεξε άλλο. Ελευθερώθηκε καταφέρνοντας μια κλωτσιά στο καλάμι κι έπεσε στο πάτωμα να μαζέψει τα θραύσματα. Κυρίως για να μη φανούν τα δάκρυα. "Πότε βγήκες;" ρώτησε, συγκρατώντας ένα λυγμό.
"Το χειμώνα. Ήθελες να με κρατήσουν παραπάνω; Δεν έφτασαν δέκα χρόνια;"
"Έφτασαν"
"Εγώ πλήρωσα,λοιπόν. Σειρά σου τώρα"
Back to top Go down
Άσχετη

Άσχετη


Posts : 76
Join date : 2015-08-13

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptyFri Sep 25, 2015 10:31 am

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.
"Πώς από δω;" τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Ντάριο δεν απάντησε. Έριξε μερικές ματιές στο χώρο, εντόπισε ένα ασημένιο αλογάκι στο τραπεζάκι του χωλ και βάλθηκε να το περιεργάζεται. Εκείνη τη στιγμή η Μέτσε τρόμαξε πραγματικά. Το άρπαξε από τα χέρια του, το έριξε στη βαθιά πολυθρόνα και κάθισε πάνω του με την ελπίδα να το σώσει.
"Θα σου έλεγα να μείνεις για ένα ποτό αλλά δεν έχω χρόνο, Ντάριο. Ετοιμαζόμουν να βγω" χαριτολόγησε.
Ο Ντάριο στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές.
"Προτού πληρώσεις, δεν έχεις να πας πουθενά" δήλωσε.
"Χαλάρωσε λίγο Ντάριο, μου φαίνεσαι κουρασμένος" είπε η Μέτσε και άπλωσε το χέρι της για να του χαϊδέψει το μάγουλο αλλά εκείνος της έπιασε δυνατά τον καρπό.
"Δεν ήρθα για να χαλαρώσω αλλά για να μου δώσεις αυτά που είχαμε συμφωνήσει"
"Κάθαρμα" σκέφτηκε η Μέτσε. Και να σκεφτείς ότι κάποτε... "Όχι!" σκέφτηκε. Δεν ήταν η ώρα για να τα σκέφτεται αυτά. Δεν είχε νόημα να συλλογίζεται τη μοναδική φορά που αγνόησε τις συμβουλές της Μαντάμ Καταλίνα και πίστεψε σε κάτι αγνό. Ως πότε θα πλήρωνε αυτό το λάθος της εφηβείας της που στεκόταν τώρα μπροστά της; Αυτό που προείχε ήταν να τον διώξει από το διαμέρισμά της και μετά να κάτσει να σκεφτεί ένα καινούργιο σχέδιο για να απαλλαγεί από αυτόν και τους εκβιασμούς του.
"Δεν γίνεται να μιλήσουμε όταν κάνεις σαν τρελός. Ας ηρεμήσουμε πρώτα" του είπε και προχώρησε στην κάβα.
Νιώθοντας τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, γέμισε δυο ποτήρια με γλυκό αγουαρδιέντε και με κινήσεις που θα ζήλευε ταχυδακτυλουργός, φρόντισε να ρίξει στο ένα από αυτά την ακριβή σκόνη που φύλαγε στο δαχτυλίδι της. Όταν έχεις μαθητεύσει δίπλα στη μαντάμ Καταλίνα, μπορείς να κοροϊδέψεις τον αντίπαλο μπροστά του, μονολόγησε από μέσα της.
Όχι τον Ντάριο όμως.
"Έχεις εμπιστοσύνη στις ικανότητές σου, έτσι; Σαν την παλάμη του χεριού μου σε ξέρω,καταραμένη" της είπε μόλις του έτεινε το ποτήρι. Το άρπαξε απ'το χέρι της και το κοπάνησε στο πάτωμα. Κρύος ιδρώτας έλουσε τη Μέτσε. "Για να δούμε! Κλάψε για το χαμένο σου κρύσταλλο να φανεί ποιά είσαι!" Βλέποντάς τη ακίνητη σαν άγαλμα, την άρπαξε από τα μπράτσα και την έφερε αντιμέτωπη με το φλογισμένο του πρόσωπο. "Δεύτερη φορά δεν την πατάει ο Ντάριο Αρισμέντι"
Η Μέτσε δεν άντεξε άλλο. Ελευθερώθηκε καταφέρνοντας μια κλωτσιά στο καλάμι κι έπεσε στο πάτωμα να μαζέψει τα θραύσματα. Κυρίως για να μη φανούν τα δάκρυα. "Πότε βγήκες;" ρώτησε, συγκρατώντας ένα λυγμό.
"Το χειμώνα. Ήθελες να με κρατήσουν παραπάνω; Δεν έφτασαν δέκα χρόνια;"
"Έφτασαν"
"Εγώ πλήρωσα,λοιπόν. Σειρά σου τώρα"
Γνωρίζοντας ήδη την απάντηση αλλά μη μπορώντας να βρει κάτι άλλο να πει και προσπαθώντας να κερδίσει κι άλλο χρόνο η Μέτσε τον ρώτησε "Δεν σκέφτηκες να γυρίσεις πίσω στην οικογένειά σου; Οι γονείς σου..." Ο Ντάριο ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Ήταν όμως ένα γέλιο πικρό, γεμάτο θυμό και ίσως λίγη απόγνωση. "Ωραίο ανέκδοτο" είπε. "Μην παριστάνεις την αφελή γιατί και οι δύο ξέρουμε καλά ότι δεν είσαι. Για τους γονείς μου πέθανα την ημέρα που με βρήκε η αστυνομία αναίσθητο δίπλα από το πτώμα του Ντονάτο Τσάβες. Ο μοναχογιός της αξιότιμης οικογένειας Αρισμέντι, γιος του μεγαλοδικηγόρου Μάριο Αρισμέντι και της Μαρσέλα Αρισμέντι της οικογένειας των Μοντενέγκρο καταδικάζεται για το φόνο διευθυντή τραπέζης εξαιτίας μιας..." Ο Ντάριο σταμάτησε απότομα και η Μέτσε τον κοίταξε θυμωμένη προκαλώντας τον να αποτελειώσει τη φράση του.
Back to top Go down
Αλμοδοβαρεμένη

Αλμοδοβαρεμένη


Posts : 2164
Join date : 2015-08-13

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptySat Sep 26, 2015 4:25 pm

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.
"Πώς από δω;" τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Ντάριο δεν απάντησε. Έριξε μερικές ματιές στο χώρο, εντόπισε ένα ασημένιο αλογάκι στο τραπεζάκι του χωλ και βάλθηκε να το περιεργάζεται. Εκείνη τη στιγμή η Μέτσε τρόμαξε πραγματικά. Το άρπαξε από τα χέρια του, το έριξε στη βαθιά πολυθρόνα και κάθισε πάνω του με την ελπίδα να το σώσει.
"Θα σου έλεγα να μείνεις για ένα ποτό αλλά δεν έχω χρόνο, Ντάριο. Ετοιμαζόμουν να βγω" χαριτολόγησε.
Ο Ντάριο στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές.
"Προτού πληρώσεις, δεν έχεις να πας πουθενά" δήλωσε.
"Χαλάρωσε λίγο Ντάριο, μου φαίνεσαι κουρασμένος" είπε η Μέτσε και άπλωσε το χέρι της για να του χαϊδέψει το μάγουλο αλλά εκείνος της έπιασε δυνατά τον καρπό.
"Δεν ήρθα για να χαλαρώσω αλλά για να μου δώσεις αυτά που είχαμε συμφωνήσει"
"Κάθαρμα" σκέφτηκε η Μέτσε. Και να σκεφτείς ότι κάποτε... "Όχι!" σκέφτηκε. Δεν ήταν η ώρα για να τα σκέφτεται αυτά. Δεν είχε νόημα να συλλογίζεται τη μοναδική φορά που αγνόησε τις συμβουλές της Μαντάμ Καταλίνα και πίστεψε σε κάτι αγνό. Ως πότε θα πλήρωνε αυτό το λάθος της εφηβείας της που στεκόταν τώρα μπροστά της; Αυτό που προείχε ήταν να τον διώξει από το διαμέρισμά της και μετά να κάτσει να σκεφτεί ένα καινούργιο σχέδιο για να απαλλαγεί από αυτόν και τους εκβιασμούς του.
"Δεν γίνεται να μιλήσουμε όταν κάνεις σαν τρελός. Ας ηρεμήσουμε πρώτα" του είπε και προχώρησε στην κάβα.
Νιώθοντας τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, γέμισε δυο ποτήρια με γλυκό αγουαρδιέντε και με κινήσεις που θα ζήλευε ταχυδακτυλουργός, φρόντισε να ρίξει στο ένα από αυτά την ακριβή σκόνη που φύλαγε στο δαχτυλίδι της. Όταν έχεις μαθητεύσει δίπλα στη μαντάμ Καταλίνα, μπορείς να κοροϊδέψεις τον αντίπαλο μπροστά του, μονολόγησε από μέσα της.
Όχι τον Ντάριο όμως.
"Έχεις εμπιστοσύνη στις ικανότητές σου, έτσι; Σαν την παλάμη του χεριού μου σε ξέρω,καταραμένη" της είπε μόλις του έτεινε το ποτήρι. Το άρπαξε απ'το χέρι της και το κοπάνησε στο πάτωμα. Κρύος ιδρώτας έλουσε τη Μέτσε. "Για να δούμε! Κλάψε για το χαμένο σου κρύσταλλο να φανεί ποιά είσαι!" Βλέποντάς τη ακίνητη σαν άγαλμα, την άρπαξε από τα μπράτσα και την έφερε αντιμέτωπη με το φλογισμένο του πρόσωπο. "Δεύτερη φορά δεν την πατάει ο Ντάριο Αρισμέντι"
Η Μέτσε δεν άντεξε άλλο. Ελευθερώθηκε καταφέρνοντας μια κλωτσιά στο καλάμι κι έπεσε στο πάτωμα να μαζέψει τα θραύσματα. Κυρίως για να μη φανούν τα δάκρυα. "Πότε βγήκες;" ρώτησε, συγκρατώντας ένα λυγμό.
"Το χειμώνα. Ήθελες να με κρατήσουν παραπάνω; Δεν έφτασαν δέκα χρόνια;"
"Έφτασαν"
"Εγώ πλήρωσα,λοιπόν. Σειρά σου τώρα"
Γνωρίζοντας ήδη την απάντηση αλλά μη μπορώντας να βρει κάτι άλλο να πει και προσπαθώντας να κερδίσει κι άλλο χρόνο η Μέτσε τον ρώτησε "Δεν σκέφτηκες να γυρίσεις πίσω στην οικογένειά σου; Οι γονείς σου..." Ο Ντάριο ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Ήταν όμως ένα γέλιο πικρό, γεμάτο θυμό και ίσως λίγη απόγνωση. "Ωραίο ανέκδοτο" είπε. "Μην παριστάνεις την αφελή γιατί και οι δύο ξέρουμε καλά ότι δεν είσαι. Για τους γονείς μου πέθανα την ημέρα που με βρήκε η αστυνομία αναίσθητο δίπλα από το πτώμα του Ντονάτο Τσάβες. Ο μοναχογιός της αξιότιμης οικογένειας Αρισμέντι, γιος του μεγαλοδικηγόρου Μάριο Αρισμέντι και της Μαρσέλα Αρισμέντι της οικογένειας των Μοντενέγκρο καταδικάζεται για το φόνο διευθυντή τραπέζης εξαιτίας μιας..." Ο Ντάριο σταμάτησε απότομα και η Μέτσε τον κοίταξε θυμωμένη προκαλώντας τον να αποτελειώσει τη φράση του.
"Εξαιτίας μιας...; Ξέρεις καλά ότι κάποτε είχα πάρει την απόφαση ν'αλλάξω ζωή. Εσύ όμως κατάφερες να μου αλλάξεις γνώμη" τον κεραυνοβόλησε η Μέτσε, δεν είχε πια διάθεση να τον καλοπιάσει "Πιστεύεις πως δεν είχα τίποτα αγνό μέσα μου; Μια μικρή ελπίδα την είχα. Και φρόντισες να την κάψεις. Τότε κατάλαβα πόσο δίκιο είχε η Μαντάμ Καταλίνα όταν έλεγε να μην εμπιστεύομαι κανέναν. Κι αυτή καμμένη ήταν"
Ο Ντάριο την τράβηξε να σηκωθεί. Ήθελε να δει την αλήθεια στα μάτια της. "Αν σε κατέστρεψα εγώ, όπως με κατηγορείς, γιατί μου τηλεφώνησες εκείνη τη μέρα; Γιατί ζήτησες να σε σώσω από το τομάρι τον διευθυντή της τράπεζας; Εκτός αν..." έκανε μια παύση, προσπαθώντας να διαβάσει τη σκέψη της. Τον κοιτούσε με μια υπόνοια θλίψης. Μήπως δεν αλήθευαν όσα σκέφτηκε γι'αυτήν τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς στη φυλακή; Ίσως πάλι να υποκρινόταν τη θλιμμένη για να ξεφύγει. "Εκτός αν ήταν όλα μια καλοστημένη παγίδα!"
Back to top Go down
Άσχετη

Άσχετη


Posts : 76
Join date : 2015-08-13

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptyFri Oct 02, 2015 9:26 am

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.
"Πώς από δω;" τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Ντάριο δεν απάντησε. Έριξε μερικές ματιές στο χώρο, εντόπισε ένα ασημένιο αλογάκι στο τραπεζάκι του χωλ και βάλθηκε να το περιεργάζεται. Εκείνη τη στιγμή η Μέτσε τρόμαξε πραγματικά. Το άρπαξε από τα χέρια του, το έριξε στη βαθιά πολυθρόνα και κάθισε πάνω του με την ελπίδα να το σώσει.
"Θα σου έλεγα να μείνεις για ένα ποτό αλλά δεν έχω χρόνο, Ντάριο. Ετοιμαζόμουν να βγω" χαριτολόγησε.
Ο Ντάριο στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές.
"Προτού πληρώσεις, δεν έχεις να πας πουθενά" δήλωσε.
"Χαλάρωσε λίγο Ντάριο, μου φαίνεσαι κουρασμένος" είπε η Μέτσε και άπλωσε το χέρι της για να του χαϊδέψει το μάγουλο αλλά εκείνος της έπιασε δυνατά τον καρπό.
"Δεν ήρθα για να χαλαρώσω αλλά για να μου δώσεις αυτά που είχαμε συμφωνήσει"
"Κάθαρμα" σκέφτηκε η Μέτσε. Και να σκεφτείς ότι κάποτε... "Όχι!" σκέφτηκε. Δεν ήταν η ώρα για να τα σκέφτεται αυτά. Δεν είχε νόημα να συλλογίζεται τη μοναδική φορά που αγνόησε τις συμβουλές της Μαντάμ Καταλίνα και πίστεψε σε κάτι αγνό. Ως πότε θα πλήρωνε αυτό το λάθος της εφηβείας της που στεκόταν τώρα μπροστά της; Αυτό που προείχε ήταν να τον διώξει από το διαμέρισμά της και μετά να κάτσει να σκεφτεί ένα καινούργιο σχέδιο για να απαλλαγεί από αυτόν και τους εκβιασμούς του.
"Δεν γίνεται να μιλήσουμε όταν κάνεις σαν τρελός. Ας ηρεμήσουμε πρώτα" του είπε και προχώρησε στην κάβα.
Νιώθοντας τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, γέμισε δυο ποτήρια με γλυκό αγουαρδιέντε και με κινήσεις που θα ζήλευε ταχυδακτυλουργός, φρόντισε να ρίξει στο ένα από αυτά την ακριβή σκόνη που φύλαγε στο δαχτυλίδι της. Όταν έχεις μαθητεύσει δίπλα στη μαντάμ Καταλίνα, μπορείς να κοροϊδέψεις τον αντίπαλο μπροστά του, μονολόγησε από μέσα της.
Όχι τον Ντάριο όμως.
"Έχεις εμπιστοσύνη στις ικανότητές σου, έτσι; Σαν την παλάμη του χεριού μου σε ξέρω,καταραμένη" της είπε μόλις του έτεινε το ποτήρι. Το άρπαξε απ'το χέρι της και το κοπάνησε στο πάτωμα. Κρύος ιδρώτας έλουσε τη Μέτσε. "Για να δούμε! Κλάψε για το χαμένο σου κρύσταλλο να φανεί ποιά είσαι!" Βλέποντάς τη ακίνητη σαν άγαλμα, την άρπαξε από τα μπράτσα και την έφερε αντιμέτωπη με το φλογισμένο του πρόσωπο. "Δεύτερη φορά δεν την πατάει ο Ντάριο Αρισμέντι"
Η Μέτσε δεν άντεξε άλλο. Ελευθερώθηκε καταφέρνοντας μια κλωτσιά στο καλάμι κι έπεσε στο πάτωμα να μαζέψει τα θραύσματα. Κυρίως για να μη φανούν τα δάκρυα. "Πότε βγήκες;" ρώτησε, συγκρατώντας ένα λυγμό.
"Το χειμώνα. Ήθελες να με κρατήσουν παραπάνω; Δεν έφτασαν δέκα χρόνια;"
"Έφτασαν"
"Εγώ πλήρωσα,λοιπόν. Σειρά σου τώρα"
Γνωρίζοντας ήδη την απάντηση αλλά μη μπορώντας να βρει κάτι άλλο να πει και προσπαθώντας να κερδίσει κι άλλο χρόνο η Μέτσε τον ρώτησε "Δεν σκέφτηκες να γυρίσεις πίσω στην οικογένειά σου; Οι γονείς σου..." Ο Ντάριο ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Ήταν όμως ένα γέλιο πικρό, γεμάτο θυμό και ίσως λίγη απόγνωση. "Ωραίο ανέκδοτο" είπε. "Μην παριστάνεις την αφελή γιατί και οι δύο ξέρουμε καλά ότι δεν είσαι. Για τους γονείς μου πέθανα την ημέρα που με βρήκε η αστυνομία αναίσθητο δίπλα από το πτώμα του Ντονάτο Τσάβες. Ο μοναχογιός της αξιότιμης οικογένειας Αρισμέντι, γιος του μεγαλοδικηγόρου Μάριο Αρισμέντι και της Μαρσέλα Αρισμέντι της οικογένειας των Μοντενέγκρο καταδικάζεται για το φόνο διευθυντή τραπέζης εξαιτίας μιας..." Ο Ντάριο σταμάτησε απότομα και η Μέτσε τον κοίταξε θυμωμένη προκαλώντας τον να αποτελειώσει τη φράση του.
"Εξαιτίας μιας...; Ξέρεις καλά ότι κάποτε είχα πάρει την απόφαση ν'αλλάξω ζωή. Εσύ όμως κατάφερες να μου αλλάξεις γνώμη" τον κεραυνοβόλησε η Μέτσε, δεν είχε πια διάθεση να τον καλοπιάσει "Πιστεύεις πως δεν είχα τίποτα αγνό μέσα μου; Μια μικρή ελπίδα την είχα. Και φρόντισες να την κάψεις. Τότε κατάλαβα πόσο δίκιο είχε η Μαντάμ Καταλίνα όταν έλεγε να μην εμπιστεύομαι κανέναν. Κι αυτή καμμένη ήταν"
Ο Ντάριο την τράβηξε να σηκωθεί. Ήθελε να δει την αλήθεια στα μάτια της. "Αν σε κατέστρεψα εγώ, όπως με κατηγορείς, γιατί μου τηλεφώνησες εκείνη τη μέρα; Γιατί ζήτησες να σε σώσω από το τομάρι τον διευθυντή της τράπεζας; Εκτός αν..." έκανε μια παύση, προσπαθώντας να διαβάσει τη σκέψη της. Τον κοιτούσε με μια υπόνοια θλίψης. Μήπως δεν αλήθευαν όσα σκέφτηκε γι'αυτήν τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς στη φυλακή; Ίσως πάλι να υποκρινόταν τη θλιμμένη για να ξεφύγει. "Εκτός αν ήταν όλα μια καλοστημένη παγίδα!"
Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή η Μέτσε θέλησε να του πει την αλήθεια. Η υπερηφάνεια της όμως υπερίσχυσε. Άστον να σκέφτεται ό,τι θέλει! Δεν του αξίζει η αλήθεια. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να καταλάβει πόσο είχε υποφέρει εξαιτίας του. "Ας μιλήσουμε γι' αυτό που πραγματικά ήρθες" του είπε βάζοντας τέλος στις αμφιβολίες του. Μάζεψε το περιοδικό από το τραπεζάκι και του έτεινε τη σελίδα με το πρόσωπο του Gustavo Escalona. "Τι είναι αυτό;" τη ρώτησε ξαφνιασμένος. "Αυτό που θέλουμε και οι δύο είναι χρήματα και αυτός ο άνδρας έχει πάρα πολλά. Αν συνεργαστούμε θα έχεις τα διπλά από αυτά που συμφωνήσαμε" του είπε χαμογελώντας.
Back to top Go down
Αλμοδοβαρεμένη

Αλμοδοβαρεμένη


Posts : 2164
Join date : 2015-08-13

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptySat Oct 03, 2015 7:05 pm

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.
"Πώς από δω;" τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Ντάριο δεν απάντησε. Έριξε μερικές ματιές στο χώρο, εντόπισε ένα ασημένιο αλογάκι στο τραπεζάκι του χωλ και βάλθηκε να το περιεργάζεται. Εκείνη τη στιγμή η Μέτσε τρόμαξε πραγματικά. Το άρπαξε από τα χέρια του, το έριξε στη βαθιά πολυθρόνα και κάθισε πάνω του με την ελπίδα να το σώσει.
"Θα σου έλεγα να μείνεις για ένα ποτό αλλά δεν έχω χρόνο, Ντάριο. Ετοιμαζόμουν να βγω" χαριτολόγησε.
Ο Ντάριο στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές.
"Προτού πληρώσεις, δεν έχεις να πας πουθενά" δήλωσε.
"Χαλάρωσε λίγο Ντάριο, μου φαίνεσαι κουρασμένος" είπε η Μέτσε και άπλωσε το χέρι της για να του χαϊδέψει το μάγουλο αλλά εκείνος της έπιασε δυνατά τον καρπό.
"Δεν ήρθα για να χαλαρώσω αλλά για να μου δώσεις αυτά που είχαμε συμφωνήσει"
"Κάθαρμα" σκέφτηκε η Μέτσε. Και να σκεφτείς ότι κάποτε... "Όχι!" σκέφτηκε. Δεν ήταν η ώρα για να τα σκέφτεται αυτά. Δεν είχε νόημα να συλλογίζεται τη μοναδική φορά που αγνόησε τις συμβουλές της Μαντάμ Καταλίνα και πίστεψε σε κάτι αγνό. Ως πότε θα πλήρωνε αυτό το λάθος της εφηβείας της που στεκόταν τώρα μπροστά της; Αυτό που προείχε ήταν να τον διώξει από το διαμέρισμά της και μετά να κάτσει να σκεφτεί ένα καινούργιο σχέδιο για να απαλλαγεί από αυτόν και τους εκβιασμούς του.
"Δεν γίνεται να μιλήσουμε όταν κάνεις σαν τρελός. Ας ηρεμήσουμε πρώτα" του είπε και προχώρησε στην κάβα.
Νιώθοντας τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, γέμισε δυο ποτήρια με γλυκό αγουαρδιέντε και με κινήσεις που θα ζήλευε ταχυδακτυλουργός, φρόντισε να ρίξει στο ένα από αυτά την ακριβή σκόνη που φύλαγε στο δαχτυλίδι της. Όταν έχεις μαθητεύσει δίπλα στη μαντάμ Καταλίνα, μπορείς να κοροϊδέψεις τον αντίπαλο μπροστά του, μονολόγησε από μέσα της.
Όχι τον Ντάριο όμως.
"Έχεις εμπιστοσύνη στις ικανότητές σου, έτσι; Σαν την παλάμη του χεριού μου σε ξέρω,καταραμένη" της είπε μόλις του έτεινε το ποτήρι. Το άρπαξε απ'το χέρι της και το κοπάνησε στο πάτωμα. Κρύος ιδρώτας έλουσε τη Μέτσε. "Για να δούμε! Κλάψε για το χαμένο σου κρύσταλλο να φανεί ποιά είσαι!" Βλέποντάς τη ακίνητη σαν άγαλμα, την άρπαξε από τα μπράτσα και την έφερε αντιμέτωπη με το φλογισμένο του πρόσωπο. "Δεύτερη φορά δεν την πατάει ο Ντάριο Αρισμέντι"
Η Μέτσε δεν άντεξε άλλο. Ελευθερώθηκε καταφέρνοντας μια κλωτσιά στο καλάμι κι έπεσε στο πάτωμα να μαζέψει τα θραύσματα. Κυρίως για να μη φανούν τα δάκρυα. "Πότε βγήκες;" ρώτησε, συγκρατώντας ένα λυγμό.
"Το χειμώνα. Ήθελες να με κρατήσουν παραπάνω; Δεν έφτασαν δέκα χρόνια;"
"Έφτασαν"
"Εγώ πλήρωσα,λοιπόν. Σειρά σου τώρα"
Γνωρίζοντας ήδη την απάντηση αλλά μη μπορώντας να βρει κάτι άλλο να πει και προσπαθώντας να κερδίσει κι άλλο χρόνο η Μέτσε τον ρώτησε "Δεν σκέφτηκες να γυρίσεις πίσω στην οικογένειά σου; Οι γονείς σου..." Ο Ντάριο ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Ήταν όμως ένα γέλιο πικρό, γεμάτο θυμό και ίσως λίγη απόγνωση. "Ωραίο ανέκδοτο" είπε. "Μην παριστάνεις την αφελή γιατί και οι δύο ξέρουμε καλά ότι δεν είσαι. Για τους γονείς μου πέθανα την ημέρα που με βρήκε η αστυνομία αναίσθητο δίπλα από το πτώμα του Ντονάτο Τσάβες. Ο μοναχογιός της αξιότιμης οικογένειας Αρισμέντι, γιος του μεγαλοδικηγόρου Μάριο Αρισμέντι και της Μαρσέλα Αρισμέντι της οικογένειας των Μοντενέγκρο καταδικάζεται για το φόνο διευθυντή τραπέζης εξαιτίας μιας..." Ο Ντάριο σταμάτησε απότομα και η Μέτσε τον κοίταξε θυμωμένη προκαλώντας τον να αποτελειώσει τη φράση του.
"Εξαιτίας μιας...; Ξέρεις καλά ότι κάποτε είχα πάρει την απόφαση ν'αλλάξω ζωή. Εσύ όμως κατάφερες να μου αλλάξεις γνώμη" τον κεραυνοβόλησε η Μέτσε, δεν είχε πια διάθεση να τον καλοπιάσει "Πιστεύεις πως δεν είχα τίποτα αγνό μέσα μου; Μια μικρή ελπίδα την είχα. Και φρόντισες να την κάψεις. Τότε κατάλαβα πόσο δίκιο είχε η Μαντάμ Καταλίνα όταν έλεγε να μην εμπιστεύομαι κανέναν. Κι αυτή καμμένη ήταν"
Ο Ντάριο την τράβηξε να σηκωθεί. Ήθελε να δει την αλήθεια στα μάτια της. "Αν σε κατέστρεψα εγώ, όπως με κατηγορείς, γιατί μου τηλεφώνησες εκείνη τη μέρα; Γιατί ζήτησες να σε σώσω από το τομάρι τον διευθυντή της τράπεζας; Εκτός αν..." έκανε μια παύση, προσπαθώντας να διαβάσει τη σκέψη της. Τον κοιτούσε με μια υπόνοια θλίψης. Μήπως δεν αλήθευαν όσα σκέφτηκε γι'αυτήν τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς στη φυλακή; Ίσως πάλι να υποκρινόταν τη θλιμμένη για να ξεφύγει. "Εκτός αν ήταν όλα μια καλοστημένη παγίδα!"
Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή η Μέτσε θέλησε να του πει την αλήθεια. Η υπερηφάνεια της όμως υπερίσχυσε. Άστον να σκέφτεται ό,τι θέλει! Δεν του αξίζει η αλήθεια. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να καταλάβει πόσο είχε υποφέρει εξαιτίας του. "Ας μιλήσουμε γι' αυτό που πραγματικά ήρθες" του είπε βάζοντας τέλος στις αμφιβολίες του. Μάζεψε το περιοδικό από το τραπεζάκι και του έτεινε τη σελίδα με το πρόσωπο του Gustavo Escalona. "Τι είναι αυτό;" τη ρώτησε ξαφνιασμένος.
"Αυτό που θέλουμε και οι δύο είναι χρήματα και αυτός ο άνδρας έχει πάρα πολλά. Αν συνεργαστούμε θα έχεις τα διπλά από αυτά που συμφωνήσαμε" του είπε χαμογελώντας.
O Ντάριο κάθισε παράμερα και άρχισε να επεξεργάζεται την εικόνα. Η Μέτσε ανάσανε με ανακούφιση κι έδιωξε το σύννεφο της θλίψης από τα βλέφαρα. Δεν ωφελεί σε τίποτα να σκαλίζεις τα περασμένα. Σημασία έχει τι θα γίνει από δω και μπρος. Ο Ντάριο χρειαζόταν επειγόντως χρήματα. Δεν είχε πού την κεφαλή κλίναι και σιγά μην έβρισκε δουλειά με το απολυτήριο της φυλακής. Η Μέτσε ήταν σίγουρη πως θα δεχόταν την προσφορά της.
"Μπορούμε να τον πλευρίσουμε μαζί. Θα εμφανιστείς ως αδερφός μου" του έκλεισε το μάτι.
Ο Ντάριο σήκωσε το κεφάλι από το περιοδικό. "Να σε εμπιστευτώ άραγε; Όσο ήμουν μέσα δεν ήρθες ούτε μία φορά να με δεις, πόσο μάλλον να μου στείλεις λεφτά, όπως μου είχες υποσχεθεί!"
Η Μέτσε τον πλησίασε, γονάτισε μπροστά του και του χάιδεψε τα γόνατα. "Τώρα είναι διαφορετικό. Η δουλειά πέφτει στους ώμους και των δύο. Ξέρεις ότι μπορείς να ξεσκεπάσεις αν δεν τηρήσω τη συμφωνία"
Ο Ντάριο έμεινε για λίγο σκεπτικός. Έπειτα σηκώθηκε ταυτόχρονα με τη Μέτσε και πήρε ένα ύφος έπαρσης. "Ωραία λοιπόν, δέχομαι. Πού ν'αφήσω τα πράγματά μου; Ένα σακίδιο είναι όλο κι όλο"
"Θα...θα μετακομίσεις εδώ;" τραύλισε εκείνη.
"Δεν με θέλεις, αδελφούλα;"
Η Μέτσε σώπασε να σκεφτεί. Η εισβολή στο αρχοντικό της δεν θα ήταν για πολύ. Σύντομα θα πήγαιναν στην εξοχή να βρουν τον Εσκαλόνα. Συμφώνησε ξεφυσώντας κι έστειλε τον Ντάριο να βολευτεί στον ξενώνα.
Back to top Go down
Άσχετη

Άσχετη


Posts : 76
Join date : 2015-08-13

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptyFri Oct 09, 2015 2:49 pm

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.
"Πώς από δω;" τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Ντάριο δεν απάντησε. Έριξε μερικές ματιές στο χώρο, εντόπισε ένα ασημένιο αλογάκι στο τραπεζάκι του χωλ και βάλθηκε να το περιεργάζεται. Εκείνη τη στιγμή η Μέτσε τρόμαξε πραγματικά. Το άρπαξε από τα χέρια του, το έριξε στη βαθιά πολυθρόνα και κάθισε πάνω του με την ελπίδα να το σώσει.
"Θα σου έλεγα να μείνεις για ένα ποτό αλλά δεν έχω χρόνο, Ντάριο. Ετοιμαζόμουν να βγω" χαριτολόγησε.
Ο Ντάριο στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές.
"Προτού πληρώσεις, δεν έχεις να πας πουθενά" δήλωσε.
"Χαλάρωσε λίγο Ντάριο, μου φαίνεσαι κουρασμένος" είπε η Μέτσε και άπλωσε το χέρι της για να του χαϊδέψει το μάγουλο αλλά εκείνος της έπιασε δυνατά τον καρπό.
"Δεν ήρθα για να χαλαρώσω αλλά για να μου δώσεις αυτά που είχαμε συμφωνήσει"
"Κάθαρμα" σκέφτηκε η Μέτσε. Και να σκεφτείς ότι κάποτε... "Όχι!" σκέφτηκε. Δεν ήταν η ώρα για να τα σκέφτεται αυτά. Δεν είχε νόημα να συλλογίζεται τη μοναδική φορά που αγνόησε τις συμβουλές της Μαντάμ Καταλίνα και πίστεψε σε κάτι αγνό. Ως πότε θα πλήρωνε αυτό το λάθος της εφηβείας της που στεκόταν τώρα μπροστά της; Αυτό που προείχε ήταν να τον διώξει από το διαμέρισμά της και μετά να κάτσει να σκεφτεί ένα καινούργιο σχέδιο για να απαλλαγεί από αυτόν και τους εκβιασμούς του.
"Δεν γίνεται να μιλήσουμε όταν κάνεις σαν τρελός. Ας ηρεμήσουμε πρώτα" του είπε και προχώρησε στην κάβα.
Νιώθοντας τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, γέμισε δυο ποτήρια με γλυκό αγουαρδιέντε και με κινήσεις που θα ζήλευε ταχυδακτυλουργός, φρόντισε να ρίξει στο ένα από αυτά την ακριβή σκόνη που φύλαγε στο δαχτυλίδι της. Όταν έχεις μαθητεύσει δίπλα στη μαντάμ Καταλίνα, μπορείς να κοροϊδέψεις τον αντίπαλο μπροστά του, μονολόγησε από μέσα της.
Όχι τον Ντάριο όμως.
"Έχεις εμπιστοσύνη στις ικανότητές σου, έτσι; Σαν την παλάμη του χεριού μου σε ξέρω,καταραμένη" της είπε μόλις του έτεινε το ποτήρι. Το άρπαξε απ'το χέρι της και το κοπάνησε στο πάτωμα. Κρύος ιδρώτας έλουσε τη Μέτσε. "Για να δούμε! Κλάψε για το χαμένο σου κρύσταλλο να φανεί ποιά είσαι!" Βλέποντάς τη ακίνητη σαν άγαλμα, την άρπαξε από τα μπράτσα και την έφερε αντιμέτωπη με το φλογισμένο του πρόσωπο. "Δεύτερη φορά δεν την πατάει ο Ντάριο Αρισμέντι"
Η Μέτσε δεν άντεξε άλλο. Ελευθερώθηκε καταφέρνοντας μια κλωτσιά στο καλάμι κι έπεσε στο πάτωμα να μαζέψει τα θραύσματα. Κυρίως για να μη φανούν τα δάκρυα. "Πότε βγήκες;" ρώτησε, συγκρατώντας ένα λυγμό.
"Το χειμώνα. Ήθελες να με κρατήσουν παραπάνω; Δεν έφτασαν δέκα χρόνια;"
"Έφτασαν"
"Εγώ πλήρωσα,λοιπόν. Σειρά σου τώρα"
Γνωρίζοντας ήδη την απάντηση αλλά μη μπορώντας να βρει κάτι άλλο να πει και προσπαθώντας να κερδίσει κι άλλο χρόνο η Μέτσε τον ρώτησε "Δεν σκέφτηκες να γυρίσεις πίσω στην οικογένειά σου; Οι γονείς σου..." Ο Ντάριο ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Ήταν όμως ένα γέλιο πικρό, γεμάτο θυμό και ίσως λίγη απόγνωση. "Ωραίο ανέκδοτο" είπε. "Μην παριστάνεις την αφελή γιατί και οι δύο ξέρουμε καλά ότι δεν είσαι. Για τους γονείς μου πέθανα την ημέρα που με βρήκε η αστυνομία αναίσθητο δίπλα από το πτώμα του Ντονάτο Τσάβες. Ο μοναχογιός της αξιότιμης οικογένειας Αρισμέντι, γιος του μεγαλοδικηγόρου Μάριο Αρισμέντι και της Μαρσέλα Αρισμέντι της οικογένειας των Μοντενέγκρο καταδικάζεται για το φόνο διευθυντή τραπέζης εξαιτίας μιας..." Ο Ντάριο σταμάτησε απότομα και η Μέτσε τον κοίταξε θυμωμένη προκαλώντας τον να αποτελειώσει τη φράση του.
"Εξαιτίας μιας...; Ξέρεις καλά ότι κάποτε είχα πάρει την απόφαση ν'αλλάξω ζωή. Εσύ όμως κατάφερες να μου αλλάξεις γνώμη" τον κεραυνοβόλησε η Μέτσε, δεν είχε πια διάθεση να τον καλοπιάσει "Πιστεύεις πως δεν είχα τίποτα αγνό μέσα μου; Μια μικρή ελπίδα την είχα. Και φρόντισες να την κάψεις. Τότε κατάλαβα πόσο δίκιο είχε η Μαντάμ Καταλίνα όταν έλεγε να μην εμπιστεύομαι κανέναν. Κι αυτή καμμένη ήταν"
Ο Ντάριο την τράβηξε να σηκωθεί. Ήθελε να δει την αλήθεια στα μάτια της. "Αν σε κατέστρεψα εγώ, όπως με κατηγορείς, γιατί μου τηλεφώνησες εκείνη τη μέρα; Γιατί ζήτησες να σε σώσω από το τομάρι τον διευθυντή της τράπεζας; Εκτός αν..." έκανε μια παύση, προσπαθώντας να διαβάσει τη σκέψη της. Τον κοιτούσε με μια υπόνοια θλίψης. Μήπως δεν αλήθευαν όσα σκέφτηκε γι'αυτήν τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς στη φυλακή; Ίσως πάλι να υποκρινόταν τη θλιμμένη για να ξεφύγει. "Εκτός αν ήταν όλα μια καλοστημένη παγίδα!"
Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή η Μέτσε θέλησε να του πει την αλήθεια. Η υπερηφάνεια της όμως υπερίσχυσε. Άστον να σκέφτεται ό,τι θέλει! Δεν του αξίζει η αλήθεια. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να καταλάβει πόσο είχε υποφέρει εξαιτίας του. "Ας μιλήσουμε γι' αυτό που πραγματικά ήρθες" του είπε βάζοντας τέλος στις αμφιβολίες του. Μάζεψε το περιοδικό από το τραπεζάκι και του έτεινε τη σελίδα με το πρόσωπο του Gustavo Escalona. "Τι είναι αυτό;" τη ρώτησε ξαφνιασμένος.
"Αυτό που θέλουμε και οι δύο είναι χρήματα και αυτός ο άνδρας έχει πάρα πολλά. Αν συνεργαστούμε θα έχεις τα διπλά από αυτά που συμφωνήσαμε" του είπε χαμογελώντας.
O Ντάριο κάθισε παράμερα και άρχισε να επεξεργάζεται την εικόνα. Η Μέτσε ανάσανε με ανακούφιση κι έδιωξε το σύννεφο της θλίψης από τα βλέφαρα. Δεν ωφελεί σε τίποτα να σκαλίζεις τα περασμένα. Σημασία έχει τι θα γίνει από δω και μπρος. Ο Ντάριο χρειαζόταν επειγόντως χρήματα. Δεν είχε πού την κεφαλή κλίναι και σιγά μην έβρισκε δουλειά με το απολυτήριο της φυλακής. Η Μέτσε ήταν σίγουρη πως θα δεχόταν την προσφορά της.
"Μπορούμε να τον πλευρίσουμε μαζί. Θα εμφανιστείς ως αδερφός μου" του έκλεισε το μάτι.
Ο Ντάριο σήκωσε το κεφάλι από το περιοδικό. "Να σε εμπιστευτώ άραγε; Όσο ήμουν μέσα δεν ήρθες ούτε μία φορά να με δεις, πόσο μάλλον να μου στείλεις λεφτά, όπως μου είχες υποσχεθεί!"
Η Μέτσε τον πλησίασε, γονάτισε μπροστά του και του χάιδεψε τα γόνατα. "Τώρα είναι διαφορετικό. Η δουλειά πέφτει στους ώμους και των δύο. Ξέρεις ότι μπορείς να ξεσκεπάσεις αν δεν τηρήσω τη συμφωνία"
Ο Ντάριο έμεινε για λίγο σκεπτικός. Έπειτα σηκώθηκε ταυτόχρονα με τη Μέτσε και πήρε ένα ύφος έπαρσης. "Ωραία λοιπόν, δέχομαι. Πού ν'αφήσω τα πράγματά μου; Ένα σακίδιο είναι όλο κι όλο"
"Θα...θα μετακομίσεις εδώ;" τραύλισε εκείνη.
"Δεν με θέλεις, αδελφούλα;"
Η Μέτσε σώπασε να σκεφτεί. Η εισβολή στο αρχοντικό της δεν θα ήταν για πολύ. Σύντομα θα πήγαιναν στην εξοχή να βρουν τον Εσκαλόνα. Συμφώνησε ξεφυσώντας κι έστειλε τον Ντάριο να βολευτεί στον ξενώνα.
*****
Ήταν έξι η ώρα το πρωί όταν ο Γουστάβο αποφάσισε να σηκωθεί. Δεν είχε νόημα να παραμένει στο κρεβάτι και να προσπαθεί να κοιμηθεί. Παρά την κούραση που ένιωθε χθες το βράδυ με τις ατελείωτες δουλειές που είχε η φάρμα, κοιμήθηκε μόλις 4 ώρες και πέρασε άλλες 3 συλλογιζόμενος την αγαπημένη του Ινές, τον παιδικό του έρωτα και μετέπειτα σύζυγό του που η ζωή του πήρε τόσο άδικα πριν από 5 χρόνια. Πως μπόρεσε να σκεφτεί ότι θα βρισκόταν η γυναίκα που θα γέμιζε το κενό που του άφησε η απώλειά της; Και μάλιστα στο πρόσωπο της Καρολίνα, αυτής της άμυαλης - όπως αποδείχθηκε - μικρής που τώρα απολάμβανε τα φώτα της δημοσιότητας εξαιτίας της ιστορίας που είχε μαζί της. Σέλωσε το άλογό του και αποφάσισε να κάνει μια βόλτα.
Back to top Go down
Αλμοδοβαρεμένη

Αλμοδοβαρεμένη


Posts : 2164
Join date : 2015-08-13

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptyFri Oct 16, 2015 9:14 pm

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.
"Πώς από δω;" τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Ντάριο δεν απάντησε. Έριξε μερικές ματιές στο χώρο, εντόπισε ένα ασημένιο αλογάκι στο τραπεζάκι του χωλ και βάλθηκε να το περιεργάζεται. Εκείνη τη στιγμή η Μέτσε τρόμαξε πραγματικά. Το άρπαξε από τα χέρια του, το έριξε στη βαθιά πολυθρόνα και κάθισε πάνω του με την ελπίδα να το σώσει.
"Θα σου έλεγα να μείνεις για ένα ποτό αλλά δεν έχω χρόνο, Ντάριο. Ετοιμαζόμουν να βγω" χαριτολόγησε.
Ο Ντάριο στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές.
"Προτού πληρώσεις, δεν έχεις να πας πουθενά" δήλωσε.
"Χαλάρωσε λίγο Ντάριο, μου φαίνεσαι κουρασμένος" είπε η Μέτσε και άπλωσε το χέρι της για να του χαϊδέψει το μάγουλο αλλά εκείνος της έπιασε δυνατά τον καρπό.
"Δεν ήρθα για να χαλαρώσω αλλά για να μου δώσεις αυτά που είχαμε συμφωνήσει"
"Κάθαρμα" σκέφτηκε η Μέτσε. Και να σκεφτείς ότι κάποτε... "Όχι!" σκέφτηκε. Δεν ήταν η ώρα για να τα σκέφτεται αυτά. Δεν είχε νόημα να συλλογίζεται τη μοναδική φορά που αγνόησε τις συμβουλές της Μαντάμ Καταλίνα και πίστεψε σε κάτι αγνό. Ως πότε θα πλήρωνε αυτό το λάθος της εφηβείας της που στεκόταν τώρα μπροστά της; Αυτό που προείχε ήταν να τον διώξει από το διαμέρισμά της και μετά να κάτσει να σκεφτεί ένα καινούργιο σχέδιο για να απαλλαγεί από αυτόν και τους εκβιασμούς του.
"Δεν γίνεται να μιλήσουμε όταν κάνεις σαν τρελός. Ας ηρεμήσουμε πρώτα" του είπε και προχώρησε στην κάβα.
Νιώθοντας τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, γέμισε δυο ποτήρια με γλυκό αγουαρδιέντε και με κινήσεις που θα ζήλευε ταχυδακτυλουργός, φρόντισε να ρίξει στο ένα από αυτά την ακριβή σκόνη που φύλαγε στο δαχτυλίδι της. Όταν έχεις μαθητεύσει δίπλα στη μαντάμ Καταλίνα, μπορείς να κοροϊδέψεις τον αντίπαλο μπροστά του, μονολόγησε από μέσα της.
Όχι τον Ντάριο όμως.
"Έχεις εμπιστοσύνη στις ικανότητές σου, έτσι; Σαν την παλάμη του χεριού μου σε ξέρω,καταραμένη" της είπε μόλις του έτεινε το ποτήρι. Το άρπαξε απ'το χέρι της και το κοπάνησε στο πάτωμα. Κρύος ιδρώτας έλουσε τη Μέτσε. "Για να δούμε! Κλάψε για το χαμένο σου κρύσταλλο να φανεί ποιά είσαι!" Βλέποντάς τη ακίνητη σαν άγαλμα, την άρπαξε από τα μπράτσα και την έφερε αντιμέτωπη με το φλογισμένο του πρόσωπο. "Δεύτερη φορά δεν την πατάει ο Ντάριο Αρισμέντι"
Η Μέτσε δεν άντεξε άλλο. Ελευθερώθηκε καταφέρνοντας μια κλωτσιά στο καλάμι κι έπεσε στο πάτωμα να μαζέψει τα θραύσματα. Κυρίως για να μη φανούν τα δάκρυα. "Πότε βγήκες;" ρώτησε, συγκρατώντας ένα λυγμό.
"Το χειμώνα. Ήθελες να με κρατήσουν παραπάνω; Δεν έφτασαν δέκα χρόνια;"
"Έφτασαν"
"Εγώ πλήρωσα,λοιπόν. Σειρά σου τώρα"
Γνωρίζοντας ήδη την απάντηση αλλά μη μπορώντας να βρει κάτι άλλο να πει και προσπαθώντας να κερδίσει κι άλλο χρόνο η Μέτσε τον ρώτησε "Δεν σκέφτηκες να γυρίσεις πίσω στην οικογένειά σου; Οι γονείς σου..." Ο Ντάριο ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Ήταν όμως ένα γέλιο πικρό, γεμάτο θυμό και ίσως λίγη απόγνωση. "Ωραίο ανέκδοτο" είπε. "Μην παριστάνεις την αφελή γιατί και οι δύο ξέρουμε καλά ότι δεν είσαι. Για τους γονείς μου πέθανα την ημέρα που με βρήκε η αστυνομία αναίσθητο δίπλα από το πτώμα του Ντονάτο Τσάβες. Ο μοναχογιός της αξιότιμης οικογένειας Αρισμέντι, γιος του μεγαλοδικηγόρου Μάριο Αρισμέντι και της Μαρσέλα Αρισμέντι της οικογένειας των Μοντενέγκρο καταδικάζεται για το φόνο διευθυντή τραπέζης εξαιτίας μιας..." Ο Ντάριο σταμάτησε απότομα και η Μέτσε τον κοίταξε θυμωμένη προκαλώντας τον να αποτελειώσει τη φράση του.
"Εξαιτίας μιας...; Ξέρεις καλά ότι κάποτε είχα πάρει την απόφαση ν'αλλάξω ζωή. Εσύ όμως κατάφερες να μου αλλάξεις γνώμη" τον κεραυνοβόλησε η Μέτσε, δεν είχε πια διάθεση να τον καλοπιάσει "Πιστεύεις πως δεν είχα τίποτα αγνό μέσα μου; Μια μικρή ελπίδα την είχα. Και φρόντισες να την κάψεις. Τότε κατάλαβα πόσο δίκιο είχε η Μαντάμ Καταλίνα όταν έλεγε να μην εμπιστεύομαι κανέναν. Κι αυτή καμμένη ήταν"
Ο Ντάριο την τράβηξε να σηκωθεί. Ήθελε να δει την αλήθεια στα μάτια της. "Αν σε κατέστρεψα εγώ, όπως με κατηγορείς, γιατί μου τηλεφώνησες εκείνη τη μέρα; Γιατί ζήτησες να σε σώσω από το τομάρι τον διευθυντή της τράπεζας; Εκτός αν..." έκανε μια παύση, προσπαθώντας να διαβάσει τη σκέψη της. Τον κοιτούσε με μια υπόνοια θλίψης. Μήπως δεν αλήθευαν όσα σκέφτηκε γι'αυτήν τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς στη φυλακή; Ίσως πάλι να υποκρινόταν τη θλιμμένη για να ξεφύγει. "Εκτός αν ήταν όλα μια καλοστημένη παγίδα!"
Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή η Μέτσε θέλησε να του πει την αλήθεια. Η υπερηφάνεια της όμως υπερίσχυσε. Άστον να σκέφτεται ό,τι θέλει! Δεν του αξίζει η αλήθεια. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να καταλάβει πόσο είχε υποφέρει εξαιτίας του. "Ας μιλήσουμε γι' αυτό που πραγματικά ήρθες" του είπε βάζοντας τέλος στις αμφιβολίες του. Μάζεψε το περιοδικό από το τραπεζάκι και του έτεινε τη σελίδα με το πρόσωπο του Gustavo Escalona. "Τι είναι αυτό;" τη ρώτησε ξαφνιασμένος.
"Αυτό που θέλουμε και οι δύο είναι χρήματα και αυτός ο άνδρας έχει πάρα πολλά. Αν συνεργαστούμε θα έχεις τα διπλά από αυτά που συμφωνήσαμε" του είπε χαμογελώντας.
O Ντάριο κάθισε παράμερα και άρχισε να επεξεργάζεται την εικόνα. Η Μέτσε ανάσανε με ανακούφιση κι έδιωξε το σύννεφο της θλίψης από τα βλέφαρα. Δεν ωφελεί σε τίποτα να σκαλίζεις τα περασμένα. Σημασία έχει τι θα γίνει από δω και μπρος. Ο Ντάριο χρειαζόταν επειγόντως χρήματα. Δεν είχε πού την κεφαλή κλίναι και σιγά μην έβρισκε δουλειά με το απολυτήριο της φυλακής. Η Μέτσε ήταν σίγουρη πως θα δεχόταν την προσφορά της.
"Μπορούμε να τον πλευρίσουμε μαζί. Θα εμφανιστείς ως αδερφός μου" του έκλεισε το μάτι.
Ο Ντάριο σήκωσε το κεφάλι από το περιοδικό. "Να σε εμπιστευτώ άραγε; Όσο ήμουν μέσα δεν ήρθες ούτε μία φορά να με δεις, πόσο μάλλον να μου στείλεις λεφτά, όπως μου είχες υποσχεθεί!"
Η Μέτσε τον πλησίασε, γονάτισε μπροστά του και του χάιδεψε τα γόνατα. "Τώρα είναι διαφορετικό. Η δουλειά πέφτει στους ώμους και των δύο. Ξέρεις ότι μπορείς να ξεσκεπάσεις αν δεν τηρήσω τη συμφωνία"
Ο Ντάριο έμεινε για λίγο σκεπτικός. Έπειτα σηκώθηκε ταυτόχρονα με τη Μέτσε και πήρε ένα ύφος έπαρσης. "Ωραία λοιπόν, δέχομαι. Πού ν'αφήσω τα πράγματά μου; Ένα σακίδιο είναι όλο κι όλο"
"Θα...θα μετακομίσεις εδώ;" τραύλισε εκείνη.
"Δεν με θέλεις, αδελφούλα;"
Η Μέτσε σώπασε να σκεφτεί. Η εισβολή στο αρχοντικό της δεν θα ήταν για πολύ. Σύντομα θα πήγαιναν στην εξοχή να βρουν τον Εσκαλόνα. Συμφώνησε ξεφυσώντας κι έστειλε τον Ντάριο να βολευτεί στον ξενώνα.
*****
Ήταν έξι η ώρα το πρωί όταν ο Γουστάβο αποφάσισε να σηκωθεί. Δεν είχε νόημα να παραμένει στο κρεβάτι και να προσπαθεί να κοιμηθεί. Παρά την κούραση που ένιωθε χθες το βράδυ με τις ατελείωτες δουλειές που είχε η φάρμα, κοιμήθηκε μόλις 4 ώρες και πέρασε άλλες 3 συλλογιζόμενος την αγαπημένη του Ινές, τον παιδικό του έρωτα και μετέπειτα σύζυγό του που η ζωή του πήρε τόσο άδικα πριν από 5 χρόνια. Πως μπόρεσε να σκεφτεί ότι θα βρισκόταν η γυναίκα που θα γέμιζε το κενό που του άφησε η απώλειά της; Και μάλιστα στο πρόσωπο της Καρολίνα, αυτής της άμυαλης - όπως αποδείχθηκε - μικρής που τώρα απολάμβανε τα φώτα της δημοσιότητας εξαιτίας της ιστορίας που είχε μαζί της. Σέλωσε το άλογό του και αποφάσισε να κάνει μια βόλτα.
Τα ζωηρά χρώματα της εξοχής και το γλυκό πρωινό άρωμα γαλήνεψαν την ψυχή του. Ξεπέζεψε και πλησίασε τον καταρράκτη. Άκουσε τον ήχο του νερού, πήρε βαθιά ανάσα, περπάτησε στη χλόη κι όταν έφτασε η ώρα για το πρωινό του, ανέβηκε πάλι στο άλογο. Μια ευχάριστη έκπληξη τον περίμενε στην επιστροφή. Η Λιλιάνα στεκόταν στην είσοδο του σπιτιού με τις βαλίτσες της.
"Πού χάθηκες πρωί πρωί, θείε Γουστάβο;" ρώτησε παιχνιδιάρικα και ρίχτηκε στην αγκαλιά του "Όταν έρχεσαι στο εξοχικόγίνεσαι άλλος άνθρωπος. Με τις κότες κοιμάσαι, με τους πετεινούς σηκώνεσαι!"
"Κι εσύ δεν πας πίσω, βλέπω" χαμογέλασε ο Γουστάβο. "Δεν περίμενα να σε βρω εδώ τέτοια ώρα"
"Πήρα το πρώτο λεωφορείο"
Ο Γουστάβο μετέφερε τις βαλίτσες της κοπέλας στο διάδρομο. "Οι γονείς σου ξέρουν άραγε γι' αυτήν την ξαφνική επίσκεψη;"
"Ω, μην ανησυχείς. Η αδελφούλα σου κι ο γαμπρούλης σου δεν θα είχαν καμιά αντίρρηση να έρχομαι στην εξοχή πότε πότε"
Back to top Go down
mel
Admin
mel


Female Posts : 6632
Join date : 2015-08-11

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptySun Oct 18, 2015 9:25 am

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.
"Πώς από δω;" τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Ντάριο δεν απάντησε. Έριξε μερικές ματιές στο χώρο, εντόπισε ένα ασημένιο αλογάκι στο τραπεζάκι του χωλ και βάλθηκε να το περιεργάζεται. Εκείνη τη στιγμή η Μέτσε τρόμαξε πραγματικά. Το άρπαξε από τα χέρια του, το έριξε στη βαθιά πολυθρόνα και κάθισε πάνω του με την ελπίδα να το σώσει.
"Θα σου έλεγα να μείνεις για ένα ποτό αλλά δεν έχω χρόνο, Ντάριο. Ετοιμαζόμουν να βγω" χαριτολόγησε.
Ο Ντάριο στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές.
"Προτού πληρώσεις, δεν έχεις να πας πουθενά" δήλωσε.
"Χαλάρωσε λίγο Ντάριο, μου φαίνεσαι κουρασμένος" είπε η Μέτσε και άπλωσε το χέρι της για να του χαϊδέψει το μάγουλο αλλά εκείνος της έπιασε δυνατά τον καρπό.
"Δεν ήρθα για να χαλαρώσω αλλά για να μου δώσεις αυτά που είχαμε συμφωνήσει"
"Κάθαρμα" σκέφτηκε η Μέτσε. Και να σκεφτείς ότι κάποτε... "Όχι!" σκέφτηκε. Δεν ήταν η ώρα για να τα σκέφτεται αυτά. Δεν είχε νόημα να συλλογίζεται τη μοναδική φορά που αγνόησε τις συμβουλές της Μαντάμ Καταλίνα και πίστεψε σε κάτι αγνό. Ως πότε θα πλήρωνε αυτό το λάθος της εφηβείας της που στεκόταν τώρα μπροστά της; Αυτό που προείχε ήταν να τον διώξει από το διαμέρισμά της και μετά να κάτσει να σκεφτεί ένα καινούργιο σχέδιο για να απαλλαγεί από αυτόν και τους εκβιασμούς του.
"Δεν γίνεται να μιλήσουμε όταν κάνεις σαν τρελός. Ας ηρεμήσουμε πρώτα" του είπε και προχώρησε στην κάβα.
Νιώθοντας τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, γέμισε δυο ποτήρια με γλυκό αγουαρδιέντε και με κινήσεις που θα ζήλευε ταχυδακτυλουργός, φρόντισε να ρίξει στο ένα από αυτά την ακριβή σκόνη που φύλαγε στο δαχτυλίδι της. Όταν έχεις μαθητεύσει δίπλα στη μαντάμ Καταλίνα, μπορείς να κοροϊδέψεις τον αντίπαλο μπροστά του, μονολόγησε από μέσα της.
Όχι τον Ντάριο όμως.
"Έχεις εμπιστοσύνη στις ικανότητές σου, έτσι; Σαν την παλάμη του χεριού μου σε ξέρω,καταραμένη" της είπε μόλις του έτεινε το ποτήρι. Το άρπαξε απ'το χέρι της και το κοπάνησε στο πάτωμα. Κρύος ιδρώτας έλουσε τη Μέτσε. "Για να δούμε! Κλάψε για το χαμένο σου κρύσταλλο να φανεί ποιά είσαι!" Βλέποντάς τη ακίνητη σαν άγαλμα, την άρπαξε από τα μπράτσα και την έφερε αντιμέτωπη με το φλογισμένο του πρόσωπο. "Δεύτερη φορά δεν την πατάει ο Ντάριο Αρισμέντι"
Η Μέτσε δεν άντεξε άλλο. Ελευθερώθηκε καταφέρνοντας μια κλωτσιά στο καλάμι κι έπεσε στο πάτωμα να μαζέψει τα θραύσματα. Κυρίως για να μη φανούν τα δάκρυα. "Πότε βγήκες;" ρώτησε, συγκρατώντας ένα λυγμό.
"Το χειμώνα. Ήθελες να με κρατήσουν παραπάνω; Δεν έφτασαν δέκα χρόνια;"
"Έφτασαν"
"Εγώ πλήρωσα,λοιπόν. Σειρά σου τώρα"
Γνωρίζοντας ήδη την απάντηση αλλά μη μπορώντας να βρει κάτι άλλο να πει και προσπαθώντας να κερδίσει κι άλλο χρόνο η Μέτσε τον ρώτησε "Δεν σκέφτηκες να γυρίσεις πίσω στην οικογένειά σου; Οι γονείς σου..." Ο Ντάριο ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Ήταν όμως ένα γέλιο πικρό, γεμάτο θυμό και ίσως λίγη απόγνωση. "Ωραίο ανέκδοτο" είπε. "Μην παριστάνεις την αφελή γιατί και οι δύο ξέρουμε καλά ότι δεν είσαι. Για τους γονείς μου πέθανα την ημέρα που με βρήκε η αστυνομία αναίσθητο δίπλα από το πτώμα του Ντονάτο Τσάβες. Ο μοναχογιός της αξιότιμης οικογένειας Αρισμέντι, γιος του μεγαλοδικηγόρου Μάριο Αρισμέντι και της Μαρσέλα Αρισμέντι της οικογένειας των Μοντενέγκρο καταδικάζεται για το φόνο διευθυντή τραπέζης εξαιτίας μιας..." Ο Ντάριο σταμάτησε απότομα και η Μέτσε τον κοίταξε θυμωμένη προκαλώντας τον να αποτελειώσει τη φράση του.
"Εξαιτίας μιας...; Ξέρεις καλά ότι κάποτε είχα πάρει την απόφαση ν'αλλάξω ζωή. Εσύ όμως κατάφερες να μου αλλάξεις γνώμη" τον κεραυνοβόλησε η Μέτσε, δεν είχε πια διάθεση να τον καλοπιάσει "Πιστεύεις πως δεν είχα τίποτα αγνό μέσα μου; Μια μικρή ελπίδα την είχα. Και φρόντισες να την κάψεις. Τότε κατάλαβα πόσο δίκιο είχε η Μαντάμ Καταλίνα όταν έλεγε να μην εμπιστεύομαι κανέναν. Κι αυτή καμμένη ήταν"
Ο Ντάριο την τράβηξε να σηκωθεί. Ήθελε να δει την αλήθεια στα μάτια της. "Αν σε κατέστρεψα εγώ, όπως με κατηγορείς, γιατί μου τηλεφώνησες εκείνη τη μέρα; Γιατί ζήτησες να σε σώσω από το τομάρι τον διευθυντή της τράπεζας; Εκτός αν..." έκανε μια παύση, προσπαθώντας να διαβάσει τη σκέψη της. Τον κοιτούσε με μια υπόνοια θλίψης. Μήπως δεν αλήθευαν όσα σκέφτηκε γι'αυτήν τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς στη φυλακή; Ίσως πάλι να υποκρινόταν τη θλιμμένη για να ξεφύγει. "Εκτός αν ήταν όλα μια καλοστημένη παγίδα!"
Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή η Μέτσε θέλησε να του πει την αλήθεια. Η υπερηφάνεια της όμως υπερίσχυσε. Άστον να σκέφτεται ό,τι θέλει! Δεν του αξίζει η αλήθεια. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να καταλάβει πόσο είχε υποφέρει εξαιτίας του. "Ας μιλήσουμε γι' αυτό που πραγματικά ήρθες" του είπε βάζοντας τέλος στις αμφιβολίες του. Μάζεψε το περιοδικό από το τραπεζάκι και του έτεινε τη σελίδα με το πρόσωπο του Gustavo Escalona. "Τι είναι αυτό;" τη ρώτησε ξαφνιασμένος.
"Αυτό που θέλουμε και οι δύο είναι χρήματα και αυτός ο άνδρας έχει πάρα πολλά. Αν συνεργαστούμε θα έχεις τα διπλά από αυτά που συμφωνήσαμε" του είπε χαμογελώντας.
O Ντάριο κάθισε παράμερα και άρχισε να επεξεργάζεται την εικόνα. Η Μέτσε ανάσανε με ανακούφιση κι έδιωξε το σύννεφο της θλίψης από τα βλέφαρα. Δεν ωφελεί σε τίποτα να σκαλίζεις τα περασμένα. Σημασία έχει τι θα γίνει από δω και μπρος. Ο Ντάριο χρειαζόταν επειγόντως χρήματα. Δεν είχε πού την κεφαλή κλίναι και σιγά μην έβρισκε δουλειά με το απολυτήριο της φυλακής. Η Μέτσε ήταν σίγουρη πως θα δεχόταν την προσφορά της.
"Μπορούμε να τον πλευρίσουμε μαζί. Θα εμφανιστείς ως αδερφός μου" του έκλεισε το μάτι.
Ο Ντάριο σήκωσε το κεφάλι από το περιοδικό. "Να σε εμπιστευτώ άραγε; Όσο ήμουν μέσα δεν ήρθες ούτε μία φορά να με δεις, πόσο μάλλον να μου στείλεις λεφτά, όπως μου είχες υποσχεθεί!"
Η Μέτσε τον πλησίασε, γονάτισε μπροστά του και του χάιδεψε τα γόνατα. "Τώρα είναι διαφορετικό. Η δουλειά πέφτει στους ώμους και των δύο. Ξέρεις ότι μπορείς να ξεσκεπάσεις αν δεν τηρήσω τη συμφωνία"
Ο Ντάριο έμεινε για λίγο σκεπτικός. Έπειτα σηκώθηκε ταυτόχρονα με τη Μέτσε και πήρε ένα ύφος έπαρσης. "Ωραία λοιπόν, δέχομαι. Πού ν'αφήσω τα πράγματά μου; Ένα σακίδιο είναι όλο κι όλο"
"Θα...θα μετακομίσεις εδώ;" τραύλισε εκείνη.
"Δεν με θέλεις, αδελφούλα;"
Η Μέτσε σώπασε να σκεφτεί. Η εισβολή στο αρχοντικό της δεν θα ήταν για πολύ. Σύντομα θα πήγαιναν στην εξοχή να βρουν τον Εσκαλόνα. Συμφώνησε ξεφυσώντας κι έστειλε τον Ντάριο να βολευτεί στον ξενώνα.
*****
Ήταν έξι η ώρα το πρωί όταν ο Γουστάβο αποφάσισε να σηκωθεί. Δεν είχε νόημα να παραμένει στο κρεβάτι και να προσπαθεί να κοιμηθεί. Παρά την κούραση που ένιωθε χθες το βράδυ με τις ατελείωτες δουλειές που είχε η φάρμα, κοιμήθηκε μόλις 4 ώρες και πέρασε άλλες 3 συλλογιζόμενος την αγαπημένη του Ινές, τον παιδικό του έρωτα και μετέπειτα σύζυγό του που η ζωή του πήρε τόσο άδικα πριν από 5 χρόνια. Πως μπόρεσε να σκεφτεί ότι θα βρισκόταν η γυναίκα που θα γέμιζε το κενό που του άφησε η απώλειά της; Και μάλιστα στο πρόσωπο της Καρολίνα, αυτής της άμυαλης - όπως αποδείχθηκε - μικρής που τώρα απολάμβανε τα φώτα της δημοσιότητας εξαιτίας της ιστορίας που είχε μαζί της. Σέλωσε το άλογό του και αποφάσισε να κάνει μια βόλτα.
Τα ζωηρά χρώματα της εξοχής και το γλυκό πρωινό άρωμα γαλήνεψαν την ψυχή του. Ξεπέζεψε και πλησίασε τον καταρράκτη. Άκουσε τον ήχο του νερού, πήρε βαθιά ανάσα, περπάτησε στη χλόη κι όταν έφτασε η ώρα για το πρωινό του, ανέβηκε πάλι στο άλογο. Μια ευχάριστη έκπληξη τον περίμενε στην επιστροφή. Η Λιλιάνα στεκόταν στην είσοδο του σπιτιού με τις βαλίτσες της.
"Πού χάθηκες πρωί πρωί, θείε Γουστάβο;" ρώτησε παιχνιδιάρικα και ρίχτηκε στην αγκαλιά του "Όταν έρχεσαι στο εξοχικόγίνεσαι άλλος άνθρωπος. Με τις κότες κοιμάσαι, με τους πετεινούς σηκώνεσαι!"
"Κι εσύ δεν πας πίσω, βλέπω" χαμογέλασε ο Γουστάβο. "Δεν περίμενα να σε βρω εδώ τέτοια ώρα"
"Πήρα το πρώτο λεωφορείο"
Ο Γουστάβο μετέφερε τις βαλίτσες της κοπέλας στο διάδρομο. "Οι γονείς σου ξέρουν άραγε γι' αυτήν την ξαφνική επίσκεψη;"
"Ω, μην ανησυχείς. Η αδελφούλα σου κι ο γαμπρούλης σου δεν θα είχαν καμιά αντίρρηση να έρχομαι στην εξοχή πότε πότε"
Της σέρβιρε το πρωινό που είχε φτιάξει από νωρίς η οικονόμος και μετά άρχισαν μέσω πειραγμάτων να τακτοποιούν τα πράγματα στο δωμάτιο που πάντα προτιμούσε η μικρή στις αιφνιδιαστικές της επισκέψεις.  
Ο Γουστάβο χαμογελούσε στην πραγματικότητα όμως τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα. Χαιρόταν  που έβλεπε την αγαπημένη του ανηψούλα αλλά εδώ και καιρό ένιωθε πως η αστείρευτη ενέργειά της τον αποσυντόνιζε. Παλιότερα ούτε τον κούραζε ούτε τον ενοχλούσε καθόλου. Τώρα η ζωή του όλη ήταν η εργασία στην φάρμα και οι δυσάρεστες σκέψεις που είχαν να κάνουν με τις δυο γυναίκες που η κάθεμια για διαφορετικούς λόγους άφησε στην ψυχή του το μελανό της στίγμα. Μήπως είχε παραμεγαλώσει; Μήπως απλώς του κόστιζε να επιστρέψει στην ζωή που ήταν πιο κοντά στην "κανονικότητα" των περισσότερων ανθρώπων, στην ζωή που δεν περιλάμβανε μόνο δουλειές και μαύρες σκέψεις;
Back to top Go down
https://thlenouvelotrela.forumgreek.com
Άσχετη

Άσχετη


Posts : 76
Join date : 2015-08-13

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptySat Oct 24, 2015 3:03 pm

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.
"Πώς από δω;" τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Ντάριο δεν απάντησε. Έριξε μερικές ματιές στο χώρο, εντόπισε ένα ασημένιο αλογάκι στο τραπεζάκι του χωλ και βάλθηκε να το περιεργάζεται. Εκείνη τη στιγμή η Μέτσε τρόμαξε πραγματικά. Το άρπαξε από τα χέρια του, το έριξε στη βαθιά πολυθρόνα και κάθισε πάνω του με την ελπίδα να το σώσει.
"Θα σου έλεγα να μείνεις για ένα ποτό αλλά δεν έχω χρόνο, Ντάριο. Ετοιμαζόμουν να βγω" χαριτολόγησε.
Ο Ντάριο στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές.
"Προτού πληρώσεις, δεν έχεις να πας πουθενά" δήλωσε.
"Χαλάρωσε λίγο Ντάριο, μου φαίνεσαι κουρασμένος" είπε η Μέτσε και άπλωσε το χέρι της για να του χαϊδέψει το μάγουλο αλλά εκείνος της έπιασε δυνατά τον καρπό.
"Δεν ήρθα για να χαλαρώσω αλλά για να μου δώσεις αυτά που είχαμε συμφωνήσει"
"Κάθαρμα" σκέφτηκε η Μέτσε. Και να σκεφτείς ότι κάποτε... "Όχι!" σκέφτηκε. Δεν ήταν η ώρα για να τα σκέφτεται αυτά. Δεν είχε νόημα να συλλογίζεται τη μοναδική φορά που αγνόησε τις συμβουλές της Μαντάμ Καταλίνα και πίστεψε σε κάτι αγνό. Ως πότε θα πλήρωνε αυτό το λάθος της εφηβείας της που στεκόταν τώρα μπροστά της; Αυτό που προείχε ήταν να τον διώξει από το διαμέρισμά της και μετά να κάτσει να σκεφτεί ένα καινούργιο σχέδιο για να απαλλαγεί από αυτόν και τους εκβιασμούς του.
"Δεν γίνεται να μιλήσουμε όταν κάνεις σαν τρελός. Ας ηρεμήσουμε πρώτα" του είπε και προχώρησε στην κάβα.
Νιώθοντας τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, γέμισε δυο ποτήρια με γλυκό αγουαρδιέντε και με κινήσεις που θα ζήλευε ταχυδακτυλουργός, φρόντισε να ρίξει στο ένα από αυτά την ακριβή σκόνη που φύλαγε στο δαχτυλίδι της. Όταν έχεις μαθητεύσει δίπλα στη μαντάμ Καταλίνα, μπορείς να κοροϊδέψεις τον αντίπαλο μπροστά του, μονολόγησε από μέσα της.
Όχι τον Ντάριο όμως.
"Έχεις εμπιστοσύνη στις ικανότητές σου, έτσι; Σαν την παλάμη του χεριού μου σε ξέρω,καταραμένη" της είπε μόλις του έτεινε το ποτήρι. Το άρπαξε απ'το χέρι της και το κοπάνησε στο πάτωμα. Κρύος ιδρώτας έλουσε τη Μέτσε. "Για να δούμε! Κλάψε για το χαμένο σου κρύσταλλο να φανεί ποιά είσαι!" Βλέποντάς τη ακίνητη σαν άγαλμα, την άρπαξε από τα μπράτσα και την έφερε αντιμέτωπη με το φλογισμένο του πρόσωπο. "Δεύτερη φορά δεν την πατάει ο Ντάριο Αρισμέντι"
Η Μέτσε δεν άντεξε άλλο. Ελευθερώθηκε καταφέρνοντας μια κλωτσιά στο καλάμι κι έπεσε στο πάτωμα να μαζέψει τα θραύσματα. Κυρίως για να μη φανούν τα δάκρυα. "Πότε βγήκες;" ρώτησε, συγκρατώντας ένα λυγμό.
"Το χειμώνα. Ήθελες να με κρατήσουν παραπάνω; Δεν έφτασαν δέκα χρόνια;"
"Έφτασαν"
"Εγώ πλήρωσα,λοιπόν. Σειρά σου τώρα"
Γνωρίζοντας ήδη την απάντηση αλλά μη μπορώντας να βρει κάτι άλλο να πει και προσπαθώντας να κερδίσει κι άλλο χρόνο η Μέτσε τον ρώτησε "Δεν σκέφτηκες να γυρίσεις πίσω στην οικογένειά σου; Οι γονείς σου..." Ο Ντάριο ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Ήταν όμως ένα γέλιο πικρό, γεμάτο θυμό και ίσως λίγη απόγνωση. "Ωραίο ανέκδοτο" είπε. "Μην παριστάνεις την αφελή γιατί και οι δύο ξέρουμε καλά ότι δεν είσαι. Για τους γονείς μου πέθανα την ημέρα που με βρήκε η αστυνομία αναίσθητο δίπλα από το πτώμα του Ντονάτο Τσάβες. Ο μοναχογιός της αξιότιμης οικογένειας Αρισμέντι, γιος του μεγαλοδικηγόρου Μάριο Αρισμέντι και της Μαρσέλα Αρισμέντι της οικογένειας των Μοντενέγκρο καταδικάζεται για το φόνο διευθυντή τραπέζης εξαιτίας μιας..." Ο Ντάριο σταμάτησε απότομα και η Μέτσε τον κοίταξε θυμωμένη προκαλώντας τον να αποτελειώσει τη φράση του.
"Εξαιτίας μιας...; Ξέρεις καλά ότι κάποτε είχα πάρει την απόφαση ν'αλλάξω ζωή. Εσύ όμως κατάφερες να μου αλλάξεις γνώμη" τον κεραυνοβόλησε η Μέτσε, δεν είχε πια διάθεση να τον καλοπιάσει "Πιστεύεις πως δεν είχα τίποτα αγνό μέσα μου; Μια μικρή ελπίδα την είχα. Και φρόντισες να την κάψεις. Τότε κατάλαβα πόσο δίκιο είχε η Μαντάμ Καταλίνα όταν έλεγε να μην εμπιστεύομαι κανέναν. Κι αυτή καμμένη ήταν"
Ο Ντάριο την τράβηξε να σηκωθεί. Ήθελε να δει την αλήθεια στα μάτια της. "Αν σε κατέστρεψα εγώ, όπως με κατηγορείς, γιατί μου τηλεφώνησες εκείνη τη μέρα; Γιατί ζήτησες να σε σώσω από το τομάρι τον διευθυντή της τράπεζας; Εκτός αν..." έκανε μια παύση, προσπαθώντας να διαβάσει τη σκέψη της. Τον κοιτούσε με μια υπόνοια θλίψης. Μήπως δεν αλήθευαν όσα σκέφτηκε γι'αυτήν τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς στη φυλακή; Ίσως πάλι να υποκρινόταν τη θλιμμένη για να ξεφύγει. "Εκτός αν ήταν όλα μια καλοστημένη παγίδα!"
Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή η Μέτσε θέλησε να του πει την αλήθεια. Η υπερηφάνεια της όμως υπερίσχυσε. Άστον να σκέφτεται ό,τι θέλει! Δεν του αξίζει η αλήθεια. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να καταλάβει πόσο είχε υποφέρει εξαιτίας του. "Ας μιλήσουμε γι' αυτό που πραγματικά ήρθες" του είπε βάζοντας τέλος στις αμφιβολίες του. Μάζεψε το περιοδικό από το τραπεζάκι και του έτεινε τη σελίδα με το πρόσωπο του Gustavo Escalona. "Τι είναι αυτό;" τη ρώτησε ξαφνιασμένος.
"Αυτό που θέλουμε και οι δύο είναι χρήματα και αυτός ο άνδρας έχει πάρα πολλά. Αν συνεργαστούμε θα έχεις τα διπλά από αυτά που συμφωνήσαμε" του είπε χαμογελώντας.
O Ντάριο κάθισε παράμερα και άρχισε να επεξεργάζεται την εικόνα. Η Μέτσε ανάσανε με ανακούφιση κι έδιωξε το σύννεφο της θλίψης από τα βλέφαρα. Δεν ωφελεί σε τίποτα να σκαλίζεις τα περασμένα. Σημασία έχει τι θα γίνει από δω και μπρος. Ο Ντάριο χρειαζόταν επειγόντως χρήματα. Δεν είχε πού την κεφαλή κλίναι και σιγά μην έβρισκε δουλειά με το απολυτήριο της φυλακής. Η Μέτσε ήταν σίγουρη πως θα δεχόταν την προσφορά της.
"Μπορούμε να τον πλευρίσουμε μαζί. Θα εμφανιστείς ως αδερφός μου" του έκλεισε το μάτι.
Ο Ντάριο σήκωσε το κεφάλι από το περιοδικό. "Να σε εμπιστευτώ άραγε; Όσο ήμουν μέσα δεν ήρθες ούτε μία φορά να με δεις, πόσο μάλλον να μου στείλεις λεφτά, όπως μου είχες υποσχεθεί!"
Η Μέτσε τον πλησίασε, γονάτισε μπροστά του και του χάιδεψε τα γόνατα. "Τώρα είναι διαφορετικό. Η δουλειά πέφτει στους ώμους και των δύο. Ξέρεις ότι μπορείς να ξεσκεπάσεις αν δεν τηρήσω τη συμφωνία"
Ο Ντάριο έμεινε για λίγο σκεπτικός. Έπειτα σηκώθηκε ταυτόχρονα με τη Μέτσε και πήρε ένα ύφος έπαρσης. "Ωραία λοιπόν, δέχομαι. Πού ν'αφήσω τα πράγματά μου; Ένα σακίδιο είναι όλο κι όλο"
"Θα...θα μετακομίσεις εδώ;" τραύλισε εκείνη.
"Δεν με θέλεις, αδελφούλα;"
Η Μέτσε σώπασε να σκεφτεί. Η εισβολή στο αρχοντικό της δεν θα ήταν για πολύ. Σύντομα θα πήγαιναν στην εξοχή να βρουν τον Εσκαλόνα. Συμφώνησε ξεφυσώντας κι έστειλε τον Ντάριο να βολευτεί στον ξενώνα.
*****
Ήταν έξι η ώρα το πρωί όταν ο Γουστάβο αποφάσισε να σηκωθεί. Δεν είχε νόημα να παραμένει στο κρεβάτι και να προσπαθεί να κοιμηθεί. Παρά την κούραση που ένιωθε χθες το βράδυ με τις ατελείωτες δουλειές που είχε η φάρμα, κοιμήθηκε μόλις 4 ώρες και πέρασε άλλες 3 συλλογιζόμενος την αγαπημένη του Ινές, τον παιδικό του έρωτα και μετέπειτα σύζυγό του που η ζωή του πήρε τόσο άδικα πριν από 5 χρόνια. Πως μπόρεσε να σκεφτεί ότι θα βρισκόταν η γυναίκα που θα γέμιζε το κενό που του άφησε η απώλειά της; Και μάλιστα στο πρόσωπο της Καρολίνα, αυτής της άμυαλης - όπως αποδείχθηκε - μικρής που τώρα απολάμβανε τα φώτα της δημοσιότητας εξαιτίας της ιστορίας που είχε μαζί της. Σέλωσε το άλογό του και αποφάσισε να κάνει μια βόλτα.
Τα ζωηρά χρώματα της εξοχής και το γλυκό πρωινό άρωμα γαλήνεψαν την ψυχή του. Ξεπέζεψε και πλησίασε τον καταρράκτη. Άκουσε τον ήχο του νερού, πήρε βαθιά ανάσα, περπάτησε στη χλόη κι όταν έφτασε η ώρα για το πρωινό του, ανέβηκε πάλι στο άλογο. Μια ευχάριστη έκπληξη τον περίμενε στην επιστροφή. Η Λιλιάνα στεκόταν στην είσοδο του σπιτιού με τις βαλίτσες της.
"Πού χάθηκες πρωί πρωί, θείε Γουστάβο;" ρώτησε παιχνιδιάρικα και ρίχτηκε στην αγκαλιά του "Όταν έρχεσαι στο εξοχικόγίνεσαι άλλος άνθρωπος. Με τις κότες κοιμάσαι, με τους πετεινούς σηκώνεσαι!"
"Κι εσύ δεν πας πίσω, βλέπω" χαμογέλασε ο Γουστάβο. "Δεν περίμενα να σε βρω εδώ τέτοια ώρα"
"Πήρα το πρώτο λεωφορείο"
Ο Γουστάβο μετέφερε τις βαλίτσες της κοπέλας στο διάδρομο. "Οι γονείς σου ξέρουν άραγε γι' αυτήν την ξαφνική επίσκεψη;"
"Ω, μην ανησυχείς. Η αδελφούλα σου κι ο γαμπρούλης σου δεν θα είχαν καμιά αντίρρηση να έρχομαι στην εξοχή πότε πότε"
Της σέρβιρε το πρωινό που είχε φτιάξει από νωρίς η οικονόμος και μετά άρχισαν μέσω πειραγμάτων να τακτοποιούν τα πράγματα στο δωμάτιο που πάντα προτιμούσε η μικρή στις αιφνιδιαστικές της επισκέψεις.  
Ο Γουστάβο χαμογελούσε στην πραγματικότητα όμως τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα. Χαιρόταν  που έβλεπε την αγαπημένη του ανηψούλα αλλά εδώ και καιρό ένιωθε πως η αστείρευτη ενέργειά της τον αποσυντόνιζε. Παλιότερα ούτε τον κούραζε ούτε τον ενοχλούσε καθόλου. Τώρα η ζωή του όλη ήταν η εργασία στην φάρμα και οι δυσάρεστες σκέψεις που είχαν να κάνουν με τις δυο γυναίκες που η κάθεμια για διαφορετικούς λόγους άφησε στην ψυχή του το μελανό της στίγμα. Μήπως είχε παραμεγαλώσει; Μήπως απλώς του κόστιζε να επιστρέψει στην ζωή που ήταν πιο κοντά στην "κανονικότητα" των περισσότερων ανθρώπων, στην ζωή που δεν περιλάμβανε μόνο δουλειές και μαύρες σκέψεις;
*****
Την ίδια στιγμή, περίπου 2 χιλιόμετρα βορειότερα, η Μέτσε και ο Ντάριο έμπαιναν στο σαλόνι ενός παλιού αρχοντικού. Ο Ντάριο στάθηκε και το κοιτούσε σαν υπνωτισμένος. "Τι κάθεσαι έτσι; Βοήθησέ με να ξεφορτώσουμε τις βαλίτσες" του φώναξε η Μέτσε. "Μοιάζει τόσο με το πατρικό μου" σκέφτηκε μελαγχολικά ο Ντάριο καθώς το βλέμμα του έπεφτε στο μεγάλο τζάκι. "Στη μητέρα μου άρεσε να κάθεται..." αλλά ένα χτύπημα στον ώμο διέκοψε βίαια τις σκέψεις του. "Σου μιλάω Ντάριο! Δεν μ' ακούς; Έλα να ξεφορτώσουμε τις βαλίτσες!" "Υποτίθεται ότι κάποιος θα ήταν εδώ γι' αυτή τη δουλειά!" της απάντησε ενοχλημένος. "Αυτή η κυρία που σου νοίκιασε το σπίτι δεν μου είπες ότι σου άφησε και προσωπικό;" "Χοσέ; Εσύ είσαι άχρηστε;" ακούστηκε μια διαπεραστική, γυναικεία φωνή και έκανε την εμφάνισή της μια μεσήλικη γυναίκα με ποδιά και μια κουτάλα στο χέρι. Μόλις είδε τη Μέτσε και τον Ντάριο αμέσως έφυγε η αγριεμένη έκφραση από το πρόσωπό της και προσπάθησε να διορθώσει λίγο τα μαλλιά της. "Καλημέρα σας" είπε αμήχανα. "Καλά άκουσα ότι κάποιος ήρθε. Ασφαλώς θα είστε ο κ. Μοντέρο" είπε απευθυνόμενη στον Ντάριο που της φάνηκε πιο προσιτός. "Μάλιστα κυρία μου. Είμαι ο Εντουάρντο Μοντέρο και από δω η αδερφή μου Βικτόρια" της αποκρίθηκε διασκεδάζοντας λίγο με την αμηχανία της.
Back to top Go down
Αλμοδοβαρεμένη

Αλμοδοβαρεμένη


Posts : 2164
Join date : 2015-08-13

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptyTue Oct 27, 2015 11:17 pm

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.
"Πώς από δω;" τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Ντάριο δεν απάντησε. Έριξε μερικές ματιές στο χώρο, εντόπισε ένα ασημένιο αλογάκι στο τραπεζάκι του χωλ και βάλθηκε να το περιεργάζεται. Εκείνη τη στιγμή η Μέτσε τρόμαξε πραγματικά. Το άρπαξε από τα χέρια του, το έριξε στη βαθιά πολυθρόνα και κάθισε πάνω του με την ελπίδα να το σώσει.
"Θα σου έλεγα να μείνεις για ένα ποτό αλλά δεν έχω χρόνο, Ντάριο. Ετοιμαζόμουν να βγω" χαριτολόγησε.
Ο Ντάριο στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές.
"Προτού πληρώσεις, δεν έχεις να πας πουθενά" δήλωσε.
"Χαλάρωσε λίγο Ντάριο, μου φαίνεσαι κουρασμένος" είπε η Μέτσε και άπλωσε το χέρι της για να του χαϊδέψει το μάγουλο αλλά εκείνος της έπιασε δυνατά τον καρπό.
"Δεν ήρθα για να χαλαρώσω αλλά για να μου δώσεις αυτά που είχαμε συμφωνήσει"
"Κάθαρμα" σκέφτηκε η Μέτσε. Και να σκεφτείς ότι κάποτε... "Όχι!" σκέφτηκε. Δεν ήταν η ώρα για να τα σκέφτεται αυτά. Δεν είχε νόημα να συλλογίζεται τη μοναδική φορά που αγνόησε τις συμβουλές της Μαντάμ Καταλίνα και πίστεψε σε κάτι αγνό. Ως πότε θα πλήρωνε αυτό το λάθος της εφηβείας της που στεκόταν τώρα μπροστά της; Αυτό που προείχε ήταν να τον διώξει από το διαμέρισμά της και μετά να κάτσει να σκεφτεί ένα καινούργιο σχέδιο για να απαλλαγεί από αυτόν και τους εκβιασμούς του.
"Δεν γίνεται να μιλήσουμε όταν κάνεις σαν τρελός. Ας ηρεμήσουμε πρώτα" του είπε και προχώρησε στην κάβα.
Νιώθοντας τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, γέμισε δυο ποτήρια με γλυκό αγουαρδιέντε και με κινήσεις που θα ζήλευε ταχυδακτυλουργός, φρόντισε να ρίξει στο ένα από αυτά την ακριβή σκόνη που φύλαγε στο δαχτυλίδι της. Όταν έχεις μαθητεύσει δίπλα στη μαντάμ Καταλίνα, μπορείς να κοροϊδέψεις τον αντίπαλο μπροστά του, μονολόγησε από μέσα της.
Όχι τον Ντάριο όμως.
"Έχεις εμπιστοσύνη στις ικανότητές σου, έτσι; Σαν την παλάμη του χεριού μου σε ξέρω,καταραμένη" της είπε μόλις του έτεινε το ποτήρι. Το άρπαξε απ'το χέρι της και το κοπάνησε στο πάτωμα. Κρύος ιδρώτας έλουσε τη Μέτσε. "Για να δούμε! Κλάψε για το χαμένο σου κρύσταλλο να φανεί ποιά είσαι!" Βλέποντάς τη ακίνητη σαν άγαλμα, την άρπαξε από τα μπράτσα και την έφερε αντιμέτωπη με το φλογισμένο του πρόσωπο. "Δεύτερη φορά δεν την πατάει ο Ντάριο Αρισμέντι"
Η Μέτσε δεν άντεξε άλλο. Ελευθερώθηκε καταφέρνοντας μια κλωτσιά στο καλάμι κι έπεσε στο πάτωμα να μαζέψει τα θραύσματα. Κυρίως για να μη φανούν τα δάκρυα. "Πότε βγήκες;" ρώτησε, συγκρατώντας ένα λυγμό.
"Το χειμώνα. Ήθελες να με κρατήσουν παραπάνω; Δεν έφτασαν δέκα χρόνια;"
"Έφτασαν"
"Εγώ πλήρωσα,λοιπόν. Σειρά σου τώρα"
Γνωρίζοντας ήδη την απάντηση αλλά μη μπορώντας να βρει κάτι άλλο να πει και προσπαθώντας να κερδίσει κι άλλο χρόνο η Μέτσε τον ρώτησε "Δεν σκέφτηκες να γυρίσεις πίσω στην οικογένειά σου; Οι γονείς σου..." Ο Ντάριο ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Ήταν όμως ένα γέλιο πικρό, γεμάτο θυμό και ίσως λίγη απόγνωση. "Ωραίο ανέκδοτο" είπε. "Μην παριστάνεις την αφελή γιατί και οι δύο ξέρουμε καλά ότι δεν είσαι. Για τους γονείς μου πέθανα την ημέρα που με βρήκε η αστυνομία αναίσθητο δίπλα από το πτώμα του Ντονάτο Τσάβες. Ο μοναχογιός της αξιότιμης οικογένειας Αρισμέντι, γιος του μεγαλοδικηγόρου Μάριο Αρισμέντι και της Μαρσέλα Αρισμέντι της οικογένειας των Μοντενέγκρο καταδικάζεται για το φόνο διευθυντή τραπέζης εξαιτίας μιας..." Ο Ντάριο σταμάτησε απότομα και η Μέτσε τον κοίταξε θυμωμένη προκαλώντας τον να αποτελειώσει τη φράση του.
"Εξαιτίας μιας...; Ξέρεις καλά ότι κάποτε είχα πάρει την απόφαση ν'αλλάξω ζωή. Εσύ όμως κατάφερες να μου αλλάξεις γνώμη" τον κεραυνοβόλησε η Μέτσε, δεν είχε πια διάθεση να τον καλοπιάσει "Πιστεύεις πως δεν είχα τίποτα αγνό μέσα μου; Μια μικρή ελπίδα την είχα. Και φρόντισες να την κάψεις. Τότε κατάλαβα πόσο δίκιο είχε η Μαντάμ Καταλίνα όταν έλεγε να μην εμπιστεύομαι κανέναν. Κι αυτή καμμένη ήταν"
Ο Ντάριο την τράβηξε να σηκωθεί. Ήθελε να δει την αλήθεια στα μάτια της. "Αν σε κατέστρεψα εγώ, όπως με κατηγορείς, γιατί μου τηλεφώνησες εκείνη τη μέρα; Γιατί ζήτησες να σε σώσω από το τομάρι τον διευθυντή της τράπεζας; Εκτός αν..." έκανε μια παύση, προσπαθώντας να διαβάσει τη σκέψη της. Τον κοιτούσε με μια υπόνοια θλίψης. Μήπως δεν αλήθευαν όσα σκέφτηκε γι'αυτήν τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς στη φυλακή; Ίσως πάλι να υποκρινόταν τη θλιμμένη για να ξεφύγει. "Εκτός αν ήταν όλα μια καλοστημένη παγίδα!"
Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή η Μέτσε θέλησε να του πει την αλήθεια. Η υπερηφάνεια της όμως υπερίσχυσε. Άστον να σκέφτεται ό,τι θέλει! Δεν του αξίζει η αλήθεια. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να καταλάβει πόσο είχε υποφέρει εξαιτίας του. "Ας μιλήσουμε γι' αυτό που πραγματικά ήρθες" του είπε βάζοντας τέλος στις αμφιβολίες του. Μάζεψε το περιοδικό από το τραπεζάκι και του έτεινε τη σελίδα με το πρόσωπο του Gustavo Escalona. "Τι είναι αυτό;" τη ρώτησε ξαφνιασμένος.
"Αυτό που θέλουμε και οι δύο είναι χρήματα και αυτός ο άνδρας έχει πάρα πολλά. Αν συνεργαστούμε θα έχεις τα διπλά από αυτά που συμφωνήσαμε" του είπε χαμογελώντας.
O Ντάριο κάθισε παράμερα και άρχισε να επεξεργάζεται την εικόνα. Η Μέτσε ανάσανε με ανακούφιση κι έδιωξε το σύννεφο της θλίψης από τα βλέφαρα. Δεν ωφελεί σε τίποτα να σκαλίζεις τα περασμένα. Σημασία έχει τι θα γίνει από δω και μπρος. Ο Ντάριο χρειαζόταν επειγόντως χρήματα. Δεν είχε πού την κεφαλή κλίναι και σιγά μην έβρισκε δουλειά με το απολυτήριο της φυλακής. Η Μέτσε ήταν σίγουρη πως θα δεχόταν την προσφορά της.
"Μπορούμε να τον πλευρίσουμε μαζί. Θα εμφανιστείς ως αδερφός μου" του έκλεισε το μάτι.
Ο Ντάριο σήκωσε το κεφάλι από το περιοδικό. "Να σε εμπιστευτώ άραγε; Όσο ήμουν μέσα δεν ήρθες ούτε μία φορά να με δεις, πόσο μάλλον να μου στείλεις λεφτά, όπως μου είχες υποσχεθεί!"
Η Μέτσε τον πλησίασε, γονάτισε μπροστά του και του χάιδεψε τα γόνατα. "Τώρα είναι διαφορετικό. Η δουλειά πέφτει στους ώμους και των δύο. Ξέρεις ότι μπορείς να ξεσκεπάσεις αν δεν τηρήσω τη συμφωνία"
Ο Ντάριο έμεινε για λίγο σκεπτικός. Έπειτα σηκώθηκε ταυτόχρονα με τη Μέτσε και πήρε ένα ύφος έπαρσης. "Ωραία λοιπόν, δέχομαι. Πού ν'αφήσω τα πράγματά μου; Ένα σακίδιο είναι όλο κι όλο"
"Θα...θα μετακομίσεις εδώ;" τραύλισε εκείνη.
"Δεν με θέλεις, αδελφούλα;"
Η Μέτσε σώπασε να σκεφτεί. Η εισβολή στο αρχοντικό της δεν θα ήταν για πολύ. Σύντομα θα πήγαιναν στην εξοχή να βρουν τον Εσκαλόνα. Συμφώνησε ξεφυσώντας κι έστειλε τον Ντάριο να βολευτεί στον ξενώνα.
*****
Ήταν έξι η ώρα το πρωί όταν ο Γουστάβο αποφάσισε να σηκωθεί. Δεν είχε νόημα να παραμένει στο κρεβάτι και να προσπαθεί να κοιμηθεί. Παρά την κούραση που ένιωθε χθες το βράδυ με τις ατελείωτες δουλειές που είχε η φάρμα, κοιμήθηκε μόλις 4 ώρες και πέρασε άλλες 3 συλλογιζόμενος την αγαπημένη του Ινές, τον παιδικό του έρωτα και μετέπειτα σύζυγό του που η ζωή του πήρε τόσο άδικα πριν από 5 χρόνια. Πως μπόρεσε να σκεφτεί ότι θα βρισκόταν η γυναίκα που θα γέμιζε το κενό που του άφησε η απώλειά της; Και μάλιστα στο πρόσωπο της Καρολίνα, αυτής της άμυαλης - όπως αποδείχθηκε - μικρής που τώρα απολάμβανε τα φώτα της δημοσιότητας εξαιτίας της ιστορίας που είχε μαζί της. Σέλωσε το άλογό του και αποφάσισε να κάνει μια βόλτα.
Τα ζωηρά χρώματα της εξοχής και το γλυκό πρωινό άρωμα γαλήνεψαν την ψυχή του. Ξεπέζεψε και πλησίασε τον καταρράκτη. Άκουσε τον ήχο του νερού, πήρε βαθιά ανάσα, περπάτησε στη χλόη κι όταν έφτασε η ώρα για το πρωινό του, ανέβηκε πάλι στο άλογο. Μια ευχάριστη έκπληξη τον περίμενε στην επιστροφή. Η Λιλιάνα στεκόταν στην είσοδο του σπιτιού με τις βαλίτσες της.
"Πού χάθηκες πρωί πρωί, θείε Γουστάβο;" ρώτησε παιχνιδιάρικα και ρίχτηκε στην αγκαλιά του "Όταν έρχεσαι στο εξοχικόγίνεσαι άλλος άνθρωπος. Με τις κότες κοιμάσαι, με τους πετεινούς σηκώνεσαι!"
"Κι εσύ δεν πας πίσω, βλέπω" χαμογέλασε ο Γουστάβο. "Δεν περίμενα να σε βρω εδώ τέτοια ώρα"
"Πήρα το πρώτο λεωφορείο"
Ο Γουστάβο μετέφερε τις βαλίτσες της κοπέλας στο διάδρομο. "Οι γονείς σου ξέρουν άραγε γι' αυτήν την ξαφνική επίσκεψη;"
"Ω, μην ανησυχείς. Η αδελφούλα σου κι ο γαμπρούλης σου δεν θα είχαν καμιά αντίρρηση να έρχομαι στην εξοχή πότε πότε"
Της σέρβιρε το πρωινό που είχε φτιάξει από νωρίς η οικονόμος και μετά άρχισαν μέσω πειραγμάτων να τακτοποιούν τα πράγματα στο δωμάτιο που πάντα προτιμούσε η μικρή στις αιφνιδιαστικές της επισκέψεις.
Ο Γουστάβο χαμογελούσε στην πραγματικότητα όμως τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα. Χαιρόταν που έβλεπε την αγαπημένη του ανηψούλα αλλά εδώ και καιρό ένιωθε πως η αστείρευτη ενέργειά της τον αποσυντόνιζε. Παλιότερα ούτε τον κούραζε ούτε τον ενοχλούσε καθόλου. Τώρα η ζωή του όλη ήταν η εργασία στην φάρμα και οι δυσάρεστες σκέψεις που είχαν να κάνουν με τις δυο γυναίκες που η κάθεμια για διαφορετικούς λόγους άφησε στην ψυχή του το μελανό της στίγμα. Μήπως είχε παραμεγαλώσει; Μήπως απλώς του κόστιζε να επιστρέψει στην ζωή που ήταν πιο κοντά στην "κανονικότητα" των περισσότερων ανθρώπων, στην ζωή που δεν περιλάμβανε μόνο δουλειές και μαύρες σκέψεις;
*****
Την ίδια στιγμή, περίπου 2 χιλιόμετρα βορειότερα, η Μέτσε και ο Ντάριο έμπαιναν στο σαλόνι ενός παλιού αρχοντικού. Ο Ντάριο στάθηκε και το κοιτούσε σαν υπνωτισμένος. "Τι κάθεσαι έτσι; Βοήθησέ με να ξεφορτώσουμε τις βαλίτσες" του φώναξε η Μέτσε. "Μοιάζει τόσο με το πατρικό μου" σκέφτηκε μελαγχολικά ο Ντάριο καθώς το βλέμμα του έπεφτε στο μεγάλο τζάκι. "Στη μητέρα μου άρεσε να κάθεται..." αλλά ένα χτύπημα στον ώμο διέκοψε βίαια τις σκέψεις του. "Σου μιλάω Ντάριο! Δεν μ' ακούς; Έλα να ξεφορτώσουμε τις βαλίτσες!" "Υποτίθεται ότι κάποιος θα ήταν εδώ γι' αυτή τη δουλειά!" της απάντησε ενοχλημένος. "Αυτή η κυρία που σου νοίκιασε το σπίτι δεν μου είπες ότι σου άφησε και προσωπικό;" "Χοσέ; Εσύ είσαι άχρηστε;" ακούστηκε μια διαπεραστική, γυναικεία φωνή και έκανε την εμφάνισή της μια μεσήλικη γυναίκα με ποδιά και μια κουτάλα στο χέρι. Μόλις είδε τη Μέτσε και τον Ντάριο αμέσως έφυγε η αγριεμένη έκφραση από το πρόσωπό της και προσπάθησε να διορθώσει λίγο τα μαλλιά της. "Καλημέρα σας" είπε αμήχανα. "Καλά άκουσα ότι κάποιος ήρθε. Ασφαλώς θα είστε ο κ. Μοντέρο" είπε απευθυνόμενη στον Ντάριο που της φάνηκε πιο προσιτός. "Μάλιστα κυρία μου. Είμαι ο Εντουάρντο Μοντέρο και από δω η αδερφή μου Βικτόρια" της αποκρίθηκε διασκεδάζοντας λίγο με την αμηχανία της.
"Σας περιμέναμε, κοπιάστε, κοπιάστε..." χαμογέλασε η γυναίκα "Είμαι η Χασίντα και φροντίζω τούτο το σπίτι. Σας ετοιμάζω ένα γεύμα που θα γλείφετε τα δάχτυλά σας! Ώσπου να τακτοποιηθείτε, θα έχω στρωμένο το τραπέζι. Θα πεινάτε σίγουρα μιας κι έρχεστε από μακριά" είπε μονοκοπανιά και παίρνοντας μια ανάσα, "Βλέπω, κουβαλάτε μπόλικο νοικοκυριό. Έπρεπε να 'ναι δω αυτός ο ανεπρόκοπος! Μη σας νοιάζει, όμως, μόλις γυρίσει θα τον βάλω να σας ανεβάσει τις βαλίτσες στα δωμάτια. Να σας φτιάξω έναν καφέ;"
Ο Ντάριο αρνήθηκε ευγενικά και στράφηκε στη Μέτσε "Δεν είναι όμορφο μέρος, αδερφούλα;"
"Το ομορφότερο που θα μπορούσαμε να βρούμε σ'αυτήν τη μεσαιωνική εξορία"
Ο Ντάριο κοίταξε τη Χασίντα που τα έχασε για μια στιγμή κι έριξε μια επικριτική ματιά στη Μέτσε, που δάγκωσε τα χείλη της. Μα δεν είχαν συμφωνήσει να παραστήσουν τους εραστές της εξοχής για να πειστεί το θήραμα να τους δεχτεί; Στο κάτω κάτω, ξέχασε η Μέτσε την καταγωγή της και φερόταν με τόσο σνομπισμό; Από ένα χωριό ξεχασμένο κι από το Θεό την τράβηξε η μαντάμ Καταλίνα.
Σε λίγο κατέφτασε ο Χοσέ. Είχε το πρόσωπο εύθυμου χωρικού, τα τραχά χέρια του αγρότη και το καουμπόικο καπέλο των ανδρών της περιοχής. Συστήθηκε γελαστός κι ανέλαβε να ανεβάσει τις βαλίτσες υπό τα γρυλίσματα της γυναίκας του. Οι φιλοξενούμενοι αποσύρθηκαν στα δωμάτιά τους.
Η Μέτσε λούστηκε, άλλαξε ρούχα κι έπιασε να στεγνώσει τα μαλλιά της. Ο Ντάριο μπήκε στο δωμάτιό της σφυρίζοντας. "Συμπαθητικό το προσωπικό" είπε, παίζοντας με την κουνουπιέρα του κρεβατιού, "Και πολυλογάδες. Δεν θα δυσκολευτούμε να μάθουμε ολόκληρο το βιογραφικό του γελαδάρη σου. Ούτε θ' αργήσουν να διαδώσουν στο χωριό την άφιξή μας"
Back to top Go down
mel
Admin
mel


Female Posts : 6632
Join date : 2015-08-11

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptySat Oct 31, 2015 9:43 am

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.
"Πώς από δω;" τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Ντάριο δεν απάντησε. Έριξε μερικές ματιές στο χώρο, εντόπισε ένα ασημένιο αλογάκι στο τραπεζάκι του χωλ και βάλθηκε να το περιεργάζεται. Εκείνη τη στιγμή η Μέτσε τρόμαξε πραγματικά. Το άρπαξε από τα χέρια του, το έριξε στη βαθιά πολυθρόνα και κάθισε πάνω του με την ελπίδα να το σώσει.
"Θα σου έλεγα να μείνεις για ένα ποτό αλλά δεν έχω χρόνο, Ντάριο. Ετοιμαζόμουν να βγω" χαριτολόγησε.
Ο Ντάριο στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές.
"Προτού πληρώσεις, δεν έχεις να πας πουθενά" δήλωσε.
"Χαλάρωσε λίγο Ντάριο, μου φαίνεσαι κουρασμένος" είπε η Μέτσε και άπλωσε το χέρι της για να του χαϊδέψει το μάγουλο αλλά εκείνος της έπιασε δυνατά τον καρπό.
"Δεν ήρθα για να χαλαρώσω αλλά για να μου δώσεις αυτά που είχαμε συμφωνήσει"
"Κάθαρμα" σκέφτηκε η Μέτσε. Και να σκεφτείς ότι κάποτε... "Όχι!" σκέφτηκε. Δεν ήταν η ώρα για να τα σκέφτεται αυτά. Δεν είχε νόημα να συλλογίζεται τη μοναδική φορά που αγνόησε τις συμβουλές της Μαντάμ Καταλίνα και πίστεψε σε κάτι αγνό. Ως πότε θα πλήρωνε αυτό το λάθος της εφηβείας της που στεκόταν τώρα μπροστά της; Αυτό που προείχε ήταν να τον διώξει από το διαμέρισμά της και μετά να κάτσει να σκεφτεί ένα καινούργιο σχέδιο για να απαλλαγεί από αυτόν και τους εκβιασμούς του.
"Δεν γίνεται να μιλήσουμε όταν κάνεις σαν τρελός. Ας ηρεμήσουμε πρώτα" του είπε και προχώρησε στην κάβα.
Νιώθοντας τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, γέμισε δυο ποτήρια με γλυκό αγουαρδιέντε και με κινήσεις που θα ζήλευε ταχυδακτυλουργός, φρόντισε να ρίξει στο ένα από αυτά την ακριβή σκόνη που φύλαγε στο δαχτυλίδι της. Όταν έχεις μαθητεύσει δίπλα στη μαντάμ Καταλίνα, μπορείς να κοροϊδέψεις τον αντίπαλο μπροστά του, μονολόγησε από μέσα της.
Όχι τον Ντάριο όμως.
"Έχεις εμπιστοσύνη στις ικανότητές σου, έτσι; Σαν την παλάμη του χεριού μου σε ξέρω,καταραμένη" της είπε μόλις του έτεινε το ποτήρι. Το άρπαξε απ'το χέρι της και το κοπάνησε στο πάτωμα. Κρύος ιδρώτας έλουσε τη Μέτσε. "Για να δούμε! Κλάψε για το χαμένο σου κρύσταλλο να φανεί ποιά είσαι!" Βλέποντάς τη ακίνητη σαν άγαλμα, την άρπαξε από τα μπράτσα και την έφερε αντιμέτωπη με το φλογισμένο του πρόσωπο. "Δεύτερη φορά δεν την πατάει ο Ντάριο Αρισμέντι"
Η Μέτσε δεν άντεξε άλλο. Ελευθερώθηκε καταφέρνοντας μια κλωτσιά στο καλάμι κι έπεσε στο πάτωμα να μαζέψει τα θραύσματα. Κυρίως για να μη φανούν τα δάκρυα. "Πότε βγήκες;" ρώτησε, συγκρατώντας ένα λυγμό.
"Το χειμώνα. Ήθελες να με κρατήσουν παραπάνω; Δεν έφτασαν δέκα χρόνια;"
"Έφτασαν"
"Εγώ πλήρωσα,λοιπόν. Σειρά σου τώρα"
Γνωρίζοντας ήδη την απάντηση αλλά μη μπορώντας να βρει κάτι άλλο να πει και προσπαθώντας να κερδίσει κι άλλο χρόνο η Μέτσε τον ρώτησε "Δεν σκέφτηκες να γυρίσεις πίσω στην οικογένειά σου; Οι γονείς σου..." Ο Ντάριο ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Ήταν όμως ένα γέλιο πικρό, γεμάτο θυμό και ίσως λίγη απόγνωση. "Ωραίο ανέκδοτο" είπε. "Μην παριστάνεις την αφελή γιατί και οι δύο ξέρουμε καλά ότι δεν είσαι. Για τους γονείς μου πέθανα την ημέρα που με βρήκε η αστυνομία αναίσθητο δίπλα από το πτώμα του Ντονάτο Τσάβες. Ο μοναχογιός της αξιότιμης οικογένειας Αρισμέντι, γιος του μεγαλοδικηγόρου Μάριο Αρισμέντι και της Μαρσέλα Αρισμέντι της οικογένειας των Μοντενέγκρο καταδικάζεται για το φόνο διευθυντή τραπέζης εξαιτίας μιας..." Ο Ντάριο σταμάτησε απότομα και η Μέτσε τον κοίταξε θυμωμένη προκαλώντας τον να αποτελειώσει τη φράση του.
"Εξαιτίας μιας...; Ξέρεις καλά ότι κάποτε είχα πάρει την απόφαση ν'αλλάξω ζωή. Εσύ όμως κατάφερες να μου αλλάξεις γνώμη" τον κεραυνοβόλησε η Μέτσε, δεν είχε πια διάθεση να τον καλοπιάσει "Πιστεύεις πως δεν είχα τίποτα αγνό μέσα μου; Μια μικρή ελπίδα την είχα. Και φρόντισες να την κάψεις. Τότε κατάλαβα πόσο δίκιο είχε η Μαντάμ Καταλίνα όταν έλεγε να μην εμπιστεύομαι κανέναν. Κι αυτή καμμένη ήταν"
Ο Ντάριο την τράβηξε να σηκωθεί. Ήθελε να δει την αλήθεια στα μάτια της. "Αν σε κατέστρεψα εγώ, όπως με κατηγορείς, γιατί μου τηλεφώνησες εκείνη τη μέρα; Γιατί ζήτησες να σε σώσω από το τομάρι τον διευθυντή της τράπεζας; Εκτός αν..." έκανε μια παύση, προσπαθώντας να διαβάσει τη σκέψη της. Τον κοιτούσε με μια υπόνοια θλίψης. Μήπως δεν αλήθευαν όσα σκέφτηκε γι'αυτήν τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς στη φυλακή; Ίσως πάλι να υποκρινόταν τη θλιμμένη για να ξεφύγει. "Εκτός αν ήταν όλα μια καλοστημένη παγίδα!"
Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή η Μέτσε θέλησε να του πει την αλήθεια. Η υπερηφάνεια της όμως υπερίσχυσε. Άστον να σκέφτεται ό,τι θέλει! Δεν του αξίζει η αλήθεια. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να καταλάβει πόσο είχε υποφέρει εξαιτίας του. "Ας μιλήσουμε γι' αυτό που πραγματικά ήρθες" του είπε βάζοντας τέλος στις αμφιβολίες του. Μάζεψε το περιοδικό από το τραπεζάκι και του έτεινε τη σελίδα με το πρόσωπο του Gustavo Escalona. "Τι είναι αυτό;" τη ρώτησε ξαφνιασμένος.
"Αυτό που θέλουμε και οι δύο είναι χρήματα και αυτός ο άνδρας έχει πάρα πολλά. Αν συνεργαστούμε θα έχεις τα διπλά από αυτά που συμφωνήσαμε" του είπε χαμογελώντας.
O Ντάριο κάθισε παράμερα και άρχισε να επεξεργάζεται την εικόνα. Η Μέτσε ανάσανε με ανακούφιση κι έδιωξε το σύννεφο της θλίψης από τα βλέφαρα. Δεν ωφελεί σε τίποτα να σκαλίζεις τα περασμένα. Σημασία έχει τι θα γίνει από δω και μπρος. Ο Ντάριο χρειαζόταν επειγόντως χρήματα. Δεν είχε πού την κεφαλή κλίναι και σιγά μην έβρισκε δουλειά με το απολυτήριο της φυλακής. Η Μέτσε ήταν σίγουρη πως θα δεχόταν την προσφορά της.
"Μπορούμε να τον πλευρίσουμε μαζί. Θα εμφανιστείς ως αδερφός μου" του έκλεισε το μάτι.
Ο Ντάριο σήκωσε το κεφάλι από το περιοδικό. "Να σε εμπιστευτώ άραγε; Όσο ήμουν μέσα δεν ήρθες ούτε μία φορά να με δεις, πόσο μάλλον να μου στείλεις λεφτά, όπως μου είχες υποσχεθεί!"
Η Μέτσε τον πλησίασε, γονάτισε μπροστά του και του χάιδεψε τα γόνατα. "Τώρα είναι διαφορετικό. Η δουλειά πέφτει στους ώμους και των δύο. Ξέρεις ότι μπορείς να ξεσκεπάσεις αν δεν τηρήσω τη συμφωνία"
Ο Ντάριο έμεινε για λίγο σκεπτικός. Έπειτα σηκώθηκε ταυτόχρονα με τη Μέτσε και πήρε ένα ύφος έπαρσης. "Ωραία λοιπόν, δέχομαι. Πού ν'αφήσω τα πράγματά μου; Ένα σακίδιο είναι όλο κι όλο"
"Θα...θα μετακομίσεις εδώ;" τραύλισε εκείνη.
"Δεν με θέλεις, αδελφούλα;"
Η Μέτσε σώπασε να σκεφτεί. Η εισβολή στο αρχοντικό της δεν θα ήταν για πολύ. Σύντομα θα πήγαιναν στην εξοχή να βρουν τον Εσκαλόνα. Συμφώνησε ξεφυσώντας κι έστειλε τον Ντάριο να βολευτεί στον ξενώνα.
*****
Ήταν έξι η ώρα το πρωί όταν ο Γουστάβο αποφάσισε να σηκωθεί. Δεν είχε νόημα να παραμένει στο κρεβάτι και να προσπαθεί να κοιμηθεί. Παρά την κούραση που ένιωθε χθες το βράδυ με τις ατελείωτες δουλειές που είχε η φάρμα, κοιμήθηκε μόλις 4 ώρες και πέρασε άλλες 3 συλλογιζόμενος την αγαπημένη του Ινές, τον παιδικό του έρωτα και μετέπειτα σύζυγό του που η ζωή του πήρε τόσο άδικα πριν από 5 χρόνια. Πως μπόρεσε να σκεφτεί ότι θα βρισκόταν η γυναίκα που θα γέμιζε το κενό που του άφησε η απώλειά της; Και μάλιστα στο πρόσωπο της Καρολίνα, αυτής της άμυαλης - όπως αποδείχθηκε - μικρής που τώρα απολάμβανε τα φώτα της δημοσιότητας εξαιτίας της ιστορίας που είχε μαζί της. Σέλωσε το άλογό του και αποφάσισε να κάνει μια βόλτα.
Τα ζωηρά χρώματα της εξοχής και το γλυκό πρωινό άρωμα γαλήνεψαν την ψυχή του. Ξεπέζεψε και πλησίασε τον καταρράκτη. Άκουσε τον ήχο του νερού, πήρε βαθιά ανάσα, περπάτησε στη χλόη κι όταν έφτασε η ώρα για το πρωινό του, ανέβηκε πάλι στο άλογο. Μια ευχάριστη έκπληξη τον περίμενε στην επιστροφή. Η Λιλιάνα στεκόταν στην είσοδο του σπιτιού με τις βαλίτσες της.
"Πού χάθηκες πρωί πρωί, θείε Γουστάβο;" ρώτησε παιχνιδιάρικα και ρίχτηκε στην αγκαλιά του "Όταν έρχεσαι στο εξοχικόγίνεσαι άλλος άνθρωπος. Με τις κότες κοιμάσαι, με τους πετεινούς σηκώνεσαι!"
"Κι εσύ δεν πας πίσω, βλέπω" χαμογέλασε ο Γουστάβο. "Δεν περίμενα να σε βρω εδώ τέτοια ώρα"
"Πήρα το πρώτο λεωφορείο"
Ο Γουστάβο μετέφερε τις βαλίτσες της κοπέλας στο διάδρομο. "Οι γονείς σου ξέρουν άραγε γι' αυτήν την ξαφνική επίσκεψη;"
"Ω, μην ανησυχείς. Η αδελφούλα σου κι ο γαμπρούλης σου δεν θα είχαν καμιά αντίρρηση να έρχομαι στην εξοχή πότε πότε"
Της σέρβιρε το πρωινό που είχε φτιάξει από νωρίς η οικονόμος και μετά άρχισαν μέσω πειραγμάτων να τακτοποιούν τα πράγματα στο δωμάτιο που πάντα προτιμούσε η μικρή στις αιφνιδιαστικές της επισκέψεις.
Ο Γουστάβο χαμογελούσε στην πραγματικότητα όμως τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα. Χαιρόταν που έβλεπε την αγαπημένη του ανηψούλα αλλά εδώ και καιρό ένιωθε πως η αστείρευτη ενέργειά της τον αποσυντόνιζε. Παλιότερα ούτε τον κούραζε ούτε τον ενοχλούσε καθόλου. Τώρα η ζωή του όλη ήταν η εργασία στην φάρμα και οι δυσάρεστες σκέψεις που είχαν να κάνουν με τις δυο γυναίκες που η κάθεμια για διαφορετικούς λόγους άφησε στην ψυχή του το μελανό της στίγμα. Μήπως είχε παραμεγαλώσει; Μήπως απλώς του κόστιζε να επιστρέψει στην ζωή που ήταν πιο κοντά στην "κανονικότητα" των περισσότερων ανθρώπων, στην ζωή που δεν περιλάμβανε μόνο δουλειές και μαύρες σκέψεις;
*****
Την ίδια στιγμή, περίπου 2 χιλιόμετρα βορειότερα, η Μέτσε και ο Ντάριο έμπαιναν στο σαλόνι ενός παλιού αρχοντικού. Ο Ντάριο στάθηκε και το κοιτούσε σαν υπνωτισμένος. "Τι κάθεσαι έτσι; Βοήθησέ με να ξεφορτώσουμε τις βαλίτσες" του φώναξε η Μέτσε. "Μοιάζει τόσο με το πατρικό μου" σκέφτηκε μελαγχολικά ο Ντάριο καθώς το βλέμμα του έπεφτε στο μεγάλο τζάκι. "Στη μητέρα μου άρεσε να κάθεται..." αλλά ένα χτύπημα στον ώμο διέκοψε βίαια τις σκέψεις του. "Σου μιλάω Ντάριο! Δεν μ' ακούς; Έλα να ξεφορτώσουμε τις βαλίτσες!" "Υποτίθεται ότι κάποιος θα ήταν εδώ γι' αυτή τη δουλειά!" της απάντησε ενοχλημένος. "Αυτή η κυρία που σου νοίκιασε το σπίτι δεν μου είπες ότι σου άφησε και προσωπικό;" "Χοσέ; Εσύ είσαι άχρηστε;" ακούστηκε μια διαπεραστική, γυναικεία φωνή και έκανε την εμφάνισή της μια μεσήλικη γυναίκα με ποδιά και μια κουτάλα στο χέρι. Μόλις είδε τη Μέτσε και τον Ντάριο αμέσως έφυγε η αγριεμένη έκφραση από το πρόσωπό της και προσπάθησε να διορθώσει λίγο τα μαλλιά της. "Καλημέρα σας" είπε αμήχανα. "Καλά άκουσα ότι κάποιος ήρθε. Ασφαλώς θα είστε ο κ. Μοντέρο" είπε απευθυνόμενη στον Ντάριο που της φάνηκε πιο προσιτός. "Μάλιστα κυρία μου. Είμαι ο Εντουάρντο Μοντέρο και από δω η αδερφή μου Βικτόρια" της αποκρίθηκε διασκεδάζοντας λίγο με την αμηχανία της.
"Σας περιμέναμε, κοπιάστε, κοπιάστε..." χαμογέλασε η γυναίκα "Είμαι η Χασίντα και φροντίζω τούτο το σπίτι. Σας ετοιμάζω ένα γεύμα που θα γλείφετε τα δάχτυλά σας! Ώσπου να τακτοποιηθείτε, θα έχω στρωμένο το τραπέζι. Θα πεινάτε σίγουρα μιας κι έρχεστε από μακριά" είπε μονοκοπανιά και παίρνοντας μια ανάσα, "Βλέπω, κουβαλάτε μπόλικο νοικοκυριό. Έπρεπε να 'ναι δω αυτός ο ανεπρόκοπος! Μη σας νοιάζει, όμως, μόλις γυρίσει θα τον βάλω να σας ανεβάσει τις βαλίτσες στα δωμάτια. Να σας φτιάξω έναν καφέ;"
Ο Ντάριο αρνήθηκε ευγενικά και στράφηκε στη Μέτσε "Δεν είναι όμορφο μέρος, αδερφούλα;"
"Το ομορφότερο που θα μπορούσαμε να βρούμε σ'αυτήν τη μεσαιωνική εξορία"
Ο Ντάριο κοίταξε τη Χασίντα που τα έχασε για μια στιγμή κι έριξε μια επικριτική ματιά στη Μέτσε, που δάγκωσε τα χείλη της. Μα δεν είχαν συμφωνήσει να παραστήσουν τους εραστές της εξοχής για να πειστεί το θήραμα να τους δεχτεί; Στο κάτω κάτω, ξέχασε η Μέτσε την καταγωγή της και φερόταν με τόσο σνομπισμό; Από ένα χωριό ξεχασμένο κι από το Θεό την τράβηξε η μαντάμ Καταλίνα.
Σε λίγο κατέφτασε ο Χοσέ. Είχε το πρόσωπο εύθυμου χωρικού, τα τραχά χέρια του αγρότη και το καουμπόικο καπέλο των ανδρών της περιοχής. Συστήθηκε γελαστός κι ανέλαβε να ανεβάσει τις βαλίτσες υπό τα γρυλίσματα της γυναίκας του. Οι φιλοξενούμενοι αποσύρθηκαν στα δωμάτιά τους.
Η Μέτσε λούστηκε, άλλαξε ρούχα κι έπιασε να στεγνώσει τα μαλλιά της. Ο Ντάριο μπήκε στο δωμάτιό της σφυρίζοντας. "Συμπαθητικό το προσωπικό" είπε, παίζοντας με την κουνουπιέρα του κρεβατιού, "Και πολυλογάδες. Δεν θα δυσκολευτούμε να μάθουμε ολόκληρο το βιογραφικό του γελαδάρη σου. Ούτε θ' αργήσουν να διαδώσουν στο χωριό την άφιξή μας"
Εκείνη κάθισε στην μικρή μπορντό πολυθρόνα όπως θα καθόταν μια αυτοκράτειρα στον θρόνο της.
-Εκ πρώτης όψεως ο Γουστάβο φαίνεται εύκολος στόχος. Από την μικρή μου έρευνα προκύπτει ότι αν και πάμπλουτος δεν έχει σχέση με κομπίνες και βρώμικο χρήμα, απάντησε η Μέτσε με ύφος υψηλόβαθμου στελέχους πολυεθνικής έτοιμο να εξηγήσει στους υφισταμένους την στρατηγική της εταιρείας. Μοιάζει πολύ αθώος, σχεδόν αγνός... Όμως, κανόνας πρώτος, δεν υποτιμάμε ποτέ τον αντίπαλο, ούτε τις συνθήκες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πανωλεθρία.
Ο Ντάριο για μια στιγμή έστρεψε το βλέμμα του από εκείνη την γυναίκα που μόλις χθες τον έτρεμε και σήμερα πάλι κινούσε τα νήματα, η δύναμη που ασκούσε πάνω του ήταν τρομακτική.
-Δεν σε πιστεύω, είμαι σίγουρος πως τον έχεις ήδη καταγράψει στον μακρύ κατάλογο των θυμάτων σου, είπε κοιτάζοντάς την και πάλι στα μάτια. Κι εγώ δεν ξέρω αν θα έπρεπε να είμαι με το μέρος σου ή να προσεγγίσω το θύμα ως... συνάδελφος, συνέχισε μ' ένα χαμόγελο.
-Ας πάμε λοιπόν και στον δεύτερο κανόνα. Αφήνουμε πίσω το παρελθόν. Εγώ δεν θα είχα φτάσει ποτέ εκεί που έφτασα αν δεν το ξεπερνούσα.
Σηκώθηκε και τον ακούμπησε τρυφερά στο περίγραμμα του προσώπου.
-Μην αφήνεις την πίκρα να σε επηρεάζει καλέ μου. Και οι δυο έχουμε να κερδίσουμε από αυτή την ιστορία. Αν μάλιστα φερθείς έξυπνα, έχεις να κερδίσεις κάτι πολύ παραπάνω από το μερίδιό σου. Την οικονομική εξασφάλιση κι ευημερία εφ' όρου ζωής!
Back to top Go down
https://thlenouvelotrela.forumgreek.com
Άσχετη

Άσχετη


Posts : 76
Join date : 2015-08-13

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptyThu Nov 12, 2015 12:32 pm

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.
"Πώς από δω;" τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Ντάριο δεν απάντησε. Έριξε μερικές ματιές στο χώρο, εντόπισε ένα ασημένιο αλογάκι στο τραπεζάκι του χωλ και βάλθηκε να το περιεργάζεται. Εκείνη τη στιγμή η Μέτσε τρόμαξε πραγματικά. Το άρπαξε από τα χέρια του, το έριξε στη βαθιά πολυθρόνα και κάθισε πάνω του με την ελπίδα να το σώσει.
"Θα σου έλεγα να μείνεις για ένα ποτό αλλά δεν έχω χρόνο, Ντάριο. Ετοιμαζόμουν να βγω" χαριτολόγησε.
Ο Ντάριο στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές.
"Προτού πληρώσεις, δεν έχεις να πας πουθενά" δήλωσε.
"Χαλάρωσε λίγο Ντάριο, μου φαίνεσαι κουρασμένος" είπε η Μέτσε και άπλωσε το χέρι της για να του χαϊδέψει το μάγουλο αλλά εκείνος της έπιασε δυνατά τον καρπό.
"Δεν ήρθα για να χαλαρώσω αλλά για να μου δώσεις αυτά που είχαμε συμφωνήσει"
"Κάθαρμα" σκέφτηκε η Μέτσε. Και να σκεφτείς ότι κάποτε... "Όχι!" σκέφτηκε. Δεν ήταν η ώρα για να τα σκέφτεται αυτά. Δεν είχε νόημα να συλλογίζεται τη μοναδική φορά που αγνόησε τις συμβουλές της Μαντάμ Καταλίνα και πίστεψε σε κάτι αγνό. Ως πότε θα πλήρωνε αυτό το λάθος της εφηβείας της που στεκόταν τώρα μπροστά της; Αυτό που προείχε ήταν να τον διώξει από το διαμέρισμά της και μετά να κάτσει να σκεφτεί ένα καινούργιο σχέδιο για να απαλλαγεί από αυτόν και τους εκβιασμούς του.
"Δεν γίνεται να μιλήσουμε όταν κάνεις σαν τρελός. Ας ηρεμήσουμε πρώτα" του είπε και προχώρησε στην κάβα.
Νιώθοντας τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, γέμισε δυο ποτήρια με γλυκό αγουαρδιέντε και με κινήσεις που θα ζήλευε ταχυδακτυλουργός, φρόντισε να ρίξει στο ένα από αυτά την ακριβή σκόνη που φύλαγε στο δαχτυλίδι της. Όταν έχεις μαθητεύσει δίπλα στη μαντάμ Καταλίνα, μπορείς να κοροϊδέψεις τον αντίπαλο μπροστά του, μονολόγησε από μέσα της.
Όχι τον Ντάριο όμως.
"Έχεις εμπιστοσύνη στις ικανότητές σου, έτσι; Σαν την παλάμη του χεριού μου σε ξέρω,καταραμένη" της είπε μόλις του έτεινε το ποτήρι. Το άρπαξε απ'το χέρι της και το κοπάνησε στο πάτωμα. Κρύος ιδρώτας έλουσε τη Μέτσε. "Για να δούμε! Κλάψε για το χαμένο σου κρύσταλλο να φανεί ποιά είσαι!" Βλέποντάς τη ακίνητη σαν άγαλμα, την άρπαξε από τα μπράτσα και την έφερε αντιμέτωπη με το φλογισμένο του πρόσωπο. "Δεύτερη φορά δεν την πατάει ο Ντάριο Αρισμέντι"
Η Μέτσε δεν άντεξε άλλο. Ελευθερώθηκε καταφέρνοντας μια κλωτσιά στο καλάμι κι έπεσε στο πάτωμα να μαζέψει τα θραύσματα. Κυρίως για να μη φανούν τα δάκρυα. "Πότε βγήκες;" ρώτησε, συγκρατώντας ένα λυγμό.
"Το χειμώνα. Ήθελες να με κρατήσουν παραπάνω; Δεν έφτασαν δέκα χρόνια;"
"Έφτασαν"
"Εγώ πλήρωσα,λοιπόν. Σειρά σου τώρα"
Γνωρίζοντας ήδη την απάντηση αλλά μη μπορώντας να βρει κάτι άλλο να πει και προσπαθώντας να κερδίσει κι άλλο χρόνο η Μέτσε τον ρώτησε "Δεν σκέφτηκες να γυρίσεις πίσω στην οικογένειά σου; Οι γονείς σου..." Ο Ντάριο ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Ήταν όμως ένα γέλιο πικρό, γεμάτο θυμό και ίσως λίγη απόγνωση. "Ωραίο ανέκδοτο" είπε. "Μην παριστάνεις την αφελή γιατί και οι δύο ξέρουμε καλά ότι δεν είσαι. Για τους γονείς μου πέθανα την ημέρα που με βρήκε η αστυνομία αναίσθητο δίπλα από το πτώμα του Ντονάτο Τσάβες. Ο μοναχογιός της αξιότιμης οικογένειας Αρισμέντι, γιος του μεγαλοδικηγόρου Μάριο Αρισμέντι και της Μαρσέλα Αρισμέντι της οικογένειας των Μοντενέγκρο καταδικάζεται για το φόνο διευθυντή τραπέζης εξαιτίας μιας..." Ο Ντάριο σταμάτησε απότομα και η Μέτσε τον κοίταξε θυμωμένη προκαλώντας τον να αποτελειώσει τη φράση του.
"Εξαιτίας μιας...; Ξέρεις καλά ότι κάποτε είχα πάρει την απόφαση ν'αλλάξω ζωή. Εσύ όμως κατάφερες να μου αλλάξεις γνώμη" τον κεραυνοβόλησε η Μέτσε, δεν είχε πια διάθεση να τον καλοπιάσει "Πιστεύεις πως δεν είχα τίποτα αγνό μέσα μου; Μια μικρή ελπίδα την είχα. Και φρόντισες να την κάψεις. Τότε κατάλαβα πόσο δίκιο είχε η Μαντάμ Καταλίνα όταν έλεγε να μην εμπιστεύομαι κανέναν. Κι αυτή καμμένη ήταν"
Ο Ντάριο την τράβηξε να σηκωθεί. Ήθελε να δει την αλήθεια στα μάτια της. "Αν σε κατέστρεψα εγώ, όπως με κατηγορείς, γιατί μου τηλεφώνησες εκείνη τη μέρα; Γιατί ζήτησες να σε σώσω από το τομάρι τον διευθυντή της τράπεζας; Εκτός αν..." έκανε μια παύση, προσπαθώντας να διαβάσει τη σκέψη της. Τον κοιτούσε με μια υπόνοια θλίψης. Μήπως δεν αλήθευαν όσα σκέφτηκε γι'αυτήν τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς στη φυλακή; Ίσως πάλι να υποκρινόταν τη θλιμμένη για να ξεφύγει. "Εκτός αν ήταν όλα μια καλοστημένη παγίδα!"
Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή η Μέτσε θέλησε να του πει την αλήθεια. Η υπερηφάνεια της όμως υπερίσχυσε. Άστον να σκέφτεται ό,τι θέλει! Δεν του αξίζει η αλήθεια. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να καταλάβει πόσο είχε υποφέρει εξαιτίας του. "Ας μιλήσουμε γι' αυτό που πραγματικά ήρθες" του είπε βάζοντας τέλος στις αμφιβολίες του. Μάζεψε το περιοδικό από το τραπεζάκι και του έτεινε τη σελίδα με το πρόσωπο του Gustavo Escalona. "Τι είναι αυτό;" τη ρώτησε ξαφνιασμένος.
"Αυτό που θέλουμε και οι δύο είναι χρήματα και αυτός ο άνδρας έχει πάρα πολλά. Αν συνεργαστούμε θα έχεις τα διπλά από αυτά που συμφωνήσαμε" του είπε χαμογελώντας.
O Ντάριο κάθισε παράμερα και άρχισε να επεξεργάζεται την εικόνα. Η Μέτσε ανάσανε με ανακούφιση κι έδιωξε το σύννεφο της θλίψης από τα βλέφαρα. Δεν ωφελεί σε τίποτα να σκαλίζεις τα περασμένα. Σημασία έχει τι θα γίνει από δω και μπρος. Ο Ντάριο χρειαζόταν επειγόντως χρήματα. Δεν είχε πού την κεφαλή κλίναι και σιγά μην έβρισκε δουλειά με το απολυτήριο της φυλακής. Η Μέτσε ήταν σίγουρη πως θα δεχόταν την προσφορά της.
"Μπορούμε να τον πλευρίσουμε μαζί. Θα εμφανιστείς ως αδερφός μου" του έκλεισε το μάτι.
Ο Ντάριο σήκωσε το κεφάλι από το περιοδικό. "Να σε εμπιστευτώ άραγε; Όσο ήμουν μέσα δεν ήρθες ούτε μία φορά να με δεις, πόσο μάλλον να μου στείλεις λεφτά, όπως μου είχες υποσχεθεί!"
Η Μέτσε τον πλησίασε, γονάτισε μπροστά του και του χάιδεψε τα γόνατα. "Τώρα είναι διαφορετικό. Η δουλειά πέφτει στους ώμους και των δύο. Ξέρεις ότι μπορείς να ξεσκεπάσεις αν δεν τηρήσω τη συμφωνία"
Ο Ντάριο έμεινε για λίγο σκεπτικός. Έπειτα σηκώθηκε ταυτόχρονα με τη Μέτσε και πήρε ένα ύφος έπαρσης. "Ωραία λοιπόν, δέχομαι. Πού ν'αφήσω τα πράγματά μου; Ένα σακίδιο είναι όλο κι όλο"
"Θα...θα μετακομίσεις εδώ;" τραύλισε εκείνη.
"Δεν με θέλεις, αδελφούλα;"
Η Μέτσε σώπασε να σκεφτεί. Η εισβολή στο αρχοντικό της δεν θα ήταν για πολύ. Σύντομα θα πήγαιναν στην εξοχή να βρουν τον Εσκαλόνα. Συμφώνησε ξεφυσώντας κι έστειλε τον Ντάριο να βολευτεί στον ξενώνα.
*****
Ήταν έξι η ώρα το πρωί όταν ο Γουστάβο αποφάσισε να σηκωθεί. Δεν είχε νόημα να παραμένει στο κρεβάτι και να προσπαθεί να κοιμηθεί. Παρά την κούραση που ένιωθε χθες το βράδυ με τις ατελείωτες δουλειές που είχε η φάρμα, κοιμήθηκε μόλις 4 ώρες και πέρασε άλλες 3 συλλογιζόμενος την αγαπημένη του Ινές, τον παιδικό του έρωτα και μετέπειτα σύζυγό του που η ζωή του πήρε τόσο άδικα πριν από 5 χρόνια. Πως μπόρεσε να σκεφτεί ότι θα βρισκόταν η γυναίκα που θα γέμιζε το κενό που του άφησε η απώλειά της; Και μάλιστα στο πρόσωπο της Καρολίνα, αυτής της άμυαλης - όπως αποδείχθηκε - μικρής που τώρα απολάμβανε τα φώτα της δημοσιότητας εξαιτίας της ιστορίας που είχε μαζί της. Σέλωσε το άλογό του και αποφάσισε να κάνει μια βόλτα.
Τα ζωηρά χρώματα της εξοχής και το γλυκό πρωινό άρωμα γαλήνεψαν την ψυχή του. Ξεπέζεψε και πλησίασε τον καταρράκτη. Άκουσε τον ήχο του νερού, πήρε βαθιά ανάσα, περπάτησε στη χλόη κι όταν έφτασε η ώρα για το πρωινό του, ανέβηκε πάλι στο άλογο. Μια ευχάριστη έκπληξη τον περίμενε στην επιστροφή. Η Λιλιάνα στεκόταν στην είσοδο του σπιτιού με τις βαλίτσες της.
"Πού χάθηκες πρωί πρωί, θείε Γουστάβο;" ρώτησε παιχνιδιάρικα και ρίχτηκε στην αγκαλιά του "Όταν έρχεσαι στο εξοχικόγίνεσαι άλλος άνθρωπος. Με τις κότες κοιμάσαι, με τους πετεινούς σηκώνεσαι!"
"Κι εσύ δεν πας πίσω, βλέπω" χαμογέλασε ο Γουστάβο. "Δεν περίμενα να σε βρω εδώ τέτοια ώρα"
"Πήρα το πρώτο λεωφορείο"
Ο Γουστάβο μετέφερε τις βαλίτσες της κοπέλας στο διάδρομο. "Οι γονείς σου ξέρουν άραγε γι' αυτήν την ξαφνική επίσκεψη;"
"Ω, μην ανησυχείς. Η αδελφούλα σου κι ο γαμπρούλης σου δεν θα είχαν καμιά αντίρρηση να έρχομαι στην εξοχή πότε πότε"
Της σέρβιρε το πρωινό που είχε φτιάξει από νωρίς η οικονόμος και μετά άρχισαν μέσω πειραγμάτων να τακτοποιούν τα πράγματα στο δωμάτιο που πάντα προτιμούσε η μικρή στις αιφνιδιαστικές της επισκέψεις.
Ο Γουστάβο χαμογελούσε στην πραγματικότητα όμως τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα. Χαιρόταν που έβλεπε την αγαπημένη του ανηψούλα αλλά εδώ και καιρό ένιωθε πως η αστείρευτη ενέργειά της τον αποσυντόνιζε. Παλιότερα ούτε τον κούραζε ούτε τον ενοχλούσε καθόλου. Τώρα η ζωή του όλη ήταν η εργασία στην φάρμα και οι δυσάρεστες σκέψεις που είχαν να κάνουν με τις δυο γυναίκες που η κάθεμια για διαφορετικούς λόγους άφησε στην ψυχή του το μελανό της στίγμα. Μήπως είχε παραμεγαλώσει; Μήπως απλώς του κόστιζε να επιστρέψει στην ζωή που ήταν πιο κοντά στην "κανονικότητα" των περισσότερων ανθρώπων, στην ζωή που δεν περιλάμβανε μόνο δουλειές και μαύρες σκέψεις;
*****
Την ίδια στιγμή, περίπου 2 χιλιόμετρα βορειότερα, η Μέτσε και ο Ντάριο έμπαιναν στο σαλόνι ενός παλιού αρχοντικού. Ο Ντάριο στάθηκε και το κοιτούσε σαν υπνωτισμένος. "Τι κάθεσαι έτσι; Βοήθησέ με να ξεφορτώσουμε τις βαλίτσες" του φώναξε η Μέτσε. "Μοιάζει τόσο με το πατρικό μου" σκέφτηκε μελαγχολικά ο Ντάριο καθώς το βλέμμα του έπεφτε στο μεγάλο τζάκι. "Στη μητέρα μου άρεσε να κάθεται..." αλλά ένα χτύπημα στον ώμο διέκοψε βίαια τις σκέψεις του. "Σου μιλάω Ντάριο! Δεν μ' ακούς; Έλα να ξεφορτώσουμε τις βαλίτσες!" "Υποτίθεται ότι κάποιος θα ήταν εδώ γι' αυτή τη δουλειά!" της απάντησε ενοχλημένος. "Αυτή η κυρία που σου νοίκιασε το σπίτι δεν μου είπες ότι σου άφησε και προσωπικό;" "Χοσέ; Εσύ είσαι άχρηστε;" ακούστηκε μια διαπεραστική, γυναικεία φωνή και έκανε την εμφάνισή της μια μεσήλικη γυναίκα με ποδιά και μια κουτάλα στο χέρι. Μόλις είδε τη Μέτσε και τον Ντάριο αμέσως έφυγε η αγριεμένη έκφραση από το πρόσωπό της και προσπάθησε να διορθώσει λίγο τα μαλλιά της. "Καλημέρα σας" είπε αμήχανα. "Καλά άκουσα ότι κάποιος ήρθε. Ασφαλώς θα είστε ο κ. Μοντέρο" είπε απευθυνόμενη στον Ντάριο που της φάνηκε πιο προσιτός. "Μάλιστα κυρία μου. Είμαι ο Εντουάρντο Μοντέρο και από δω η αδερφή μου Βικτόρια" της αποκρίθηκε διασκεδάζοντας λίγο με την αμηχανία της.
"Σας περιμέναμε, κοπιάστε, κοπιάστε..." χαμογέλασε η γυναίκα "Είμαι η Χασίντα και φροντίζω τούτο το σπίτι. Σας ετοιμάζω ένα γεύμα που θα γλείφετε τα δάχτυλά σας! Ώσπου να τακτοποιηθείτε, θα έχω στρωμένο το τραπέζι. Θα πεινάτε σίγουρα μιας κι έρχεστε από μακριά" είπε μονοκοπανιά και παίρνοντας μια ανάσα, "Βλέπω, κουβαλάτε μπόλικο νοικοκυριό. Έπρεπε να 'ναι δω αυτός ο ανεπρόκοπος! Μη σας νοιάζει, όμως, μόλις γυρίσει θα τον βάλω να σας ανεβάσει τις βαλίτσες στα δωμάτια. Να σας φτιάξω έναν καφέ;"
Ο Ντάριο αρνήθηκε ευγενικά και στράφηκε στη Μέτσε "Δεν είναι όμορφο μέρος, αδερφούλα;"
"Το ομορφότερο που θα μπορούσαμε να βρούμε σ'αυτήν τη μεσαιωνική εξορία"
Ο Ντάριο κοίταξε τη Χασίντα που τα έχασε για μια στιγμή κι έριξε μια επικριτική ματιά στη Μέτσε, που δάγκωσε τα χείλη της. Μα δεν είχαν συμφωνήσει να παραστήσουν τους εραστές της εξοχής για να πειστεί το θήραμα να τους δεχτεί; Στο κάτω κάτω, ξέχασε η Μέτσε την καταγωγή της και φερόταν με τόσο σνομπισμό; Από ένα χωριό ξεχασμένο κι από το Θεό την τράβηξε η μαντάμ Καταλίνα.
Σε λίγο κατέφτασε ο Χοσέ. Είχε το πρόσωπο εύθυμου χωρικού, τα τραχά χέρια του αγρότη και το καουμπόικο καπέλο των ανδρών της περιοχής. Συστήθηκε γελαστός κι ανέλαβε να ανεβάσει τις βαλίτσες υπό τα γρυλίσματα της γυναίκας του. Οι φιλοξενούμενοι αποσύρθηκαν στα δωμάτιά τους.
Η Μέτσε λούστηκε, άλλαξε ρούχα κι έπιασε να στεγνώσει τα μαλλιά της. Ο Ντάριο μπήκε στο δωμάτιό της σφυρίζοντας. "Συμπαθητικό το προσωπικό" είπε, παίζοντας με την κουνουπιέρα του κρεβατιού, "Και πολυλογάδες. Δεν θα δυσκολευτούμε να μάθουμε ολόκληρο το βιογραφικό του γελαδάρη σου. Ούτε θ' αργήσουν να διαδώσουν στο χωριό την άφιξή μας"
Εκείνη κάθισε στην μικρή μπορντό πολυθρόνα όπως θα καθόταν μια αυτοκράτειρα στον θρόνο της.
-Εκ πρώτης όψεως ο Γουστάβο φαίνεται εύκολος στόχος. Από την μικρή μου έρευνα προκύπτει ότι αν και πάμπλουτος δεν έχει σχέση με κομπίνες και βρώμικο χρήμα, απάντησε η Μέτσε με ύφος υψηλόβαθμου στελέχους πολυεθνικής έτοιμο να εξηγήσει στους υφισταμένους την στρατηγική της εταιρείας. Μοιάζει πολύ αθώος, σχεδόν αγνός... Όμως, κανόνας πρώτος, δεν υποτιμάμε ποτέ τον αντίπαλο, ούτε τις συνθήκες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πανωλεθρία.
Ο Ντάριο για μια στιγμή έστρεψε το βλέμμα του από εκείνη την γυναίκα που μόλις χθες τον έτρεμε και σήμερα πάλι κινούσε τα νήματα, η δύναμη που ασκούσε πάνω του ήταν τρομακτική.
-Δεν σε πιστεύω, είμαι σίγουρος πως τον έχεις ήδη καταγράψει στον μακρύ κατάλογο των θυμάτων σου, είπε κοιτάζοντάς την και πάλι στα μάτια. Κι εγώ δεν ξέρω αν θα έπρεπε να είμαι με το μέρος σου ή να προσεγγίσω το θύμα ως... συνάδελφος, συνέχισε μ' ένα χαμόγελο.
-Ας πάμε λοιπόν και στον δεύτερο κανόνα. Αφήνουμε πίσω το παρελθόν. Εγώ δεν θα είχα φτάσει ποτέ εκεί που έφτασα αν δεν το ξεπερνούσα.
Σηκώθηκε και τον ακούμπησε τρυφερά στο περίγραμμα του προσώπου.
-Μην αφήνεις την πίκρα να σε επηρεάζει καλέ μου. Και οι δυο έχουμε να κερδίσουμε από αυτή την ιστορία. Αν μάλιστα φερθείς έξυπνα, έχεις να κερδίσεις κάτι πολύ παραπάνω από το μερίδιό σου. Την οικονομική εξασφάλιση κι ευημερία εφ' όρου ζωής!
“Τι έχεις στο μυαλό σου Μέτσε;” Τη ρώτησε κοιτώντας την καχύποπτα. “ΒΙ-ΚΤΟ-ΡΙ-Α!! Είμαι η Βικτόρια και είσαι ο Εντουάρντο. Ακόμα κι όταν είμαστε μόνοι μας θα χρησιμοποιούμε τα καινούργια μας ονόματα. Δεν ξέρεις ότι και οι τοίχοι έχουν αυτιά;” “Καλά!” Έκανε εκείνος ανυπόμονα. “Τι έχεις στο μυαλό σου αδερφουλα;” “Οτί θα μπορούσες να κάνεις πολύ ενδιαφέρουσες γνωριμίες από τον κύκλο του Γουστάβο όσο εγώ θα ασχολούμαι μαζί του. Και που ξέρεις... μπορεί και έναν πολύ καλό γάμο.” Την κοίταξε εμβρόντητος. Τι; Τώρα τον παντρολογούσε κι από πάνω;
Back to top Go down
mel
Admin
mel


Female Posts : 6632
Join date : 2015-08-11

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptySat Nov 14, 2015 3:49 pm

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.
"Πώς από δω;" τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Ντάριο δεν απάντησε. Έριξε μερικές ματιές στο χώρο, εντόπισε ένα ασημένιο αλογάκι στο τραπεζάκι του χωλ και βάλθηκε να το περιεργάζεται. Εκείνη τη στιγμή η Μέτσε τρόμαξε πραγματικά. Το άρπαξε από τα χέρια του, το έριξε στη βαθιά πολυθρόνα και κάθισε πάνω του με την ελπίδα να το σώσει.
"Θα σου έλεγα να μείνεις για ένα ποτό αλλά δεν έχω χρόνο, Ντάριο. Ετοιμαζόμουν να βγω" χαριτολόγησε.
Ο Ντάριο στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές.
"Προτού πληρώσεις, δεν έχεις να πας πουθενά" δήλωσε.
"Χαλάρωσε λίγο Ντάριο, μου φαίνεσαι κουρασμένος" είπε η Μέτσε και άπλωσε το χέρι της για να του χαϊδέψει το μάγουλο αλλά εκείνος της έπιασε δυνατά τον καρπό.
"Δεν ήρθα για να χαλαρώσω αλλά για να μου δώσεις αυτά που είχαμε συμφωνήσει"
"Κάθαρμα" σκέφτηκε η Μέτσε. Και να σκεφτείς ότι κάποτε... "Όχι!" σκέφτηκε. Δεν ήταν η ώρα για να τα σκέφτεται αυτά. Δεν είχε νόημα να συλλογίζεται τη μοναδική φορά που αγνόησε τις συμβουλές της Μαντάμ Καταλίνα και πίστεψε σε κάτι αγνό. Ως πότε θα πλήρωνε αυτό το λάθος της εφηβείας της που στεκόταν τώρα μπροστά της; Αυτό που προείχε ήταν να τον διώξει από το διαμέρισμά της και μετά να κάτσει να σκεφτεί ένα καινούργιο σχέδιο για να απαλλαγεί από αυτόν και τους εκβιασμούς του.
"Δεν γίνεται να μιλήσουμε όταν κάνεις σαν τρελός. Ας ηρεμήσουμε πρώτα" του είπε και προχώρησε στην κάβα.
Νιώθοντας τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, γέμισε δυο ποτήρια με γλυκό αγουαρδιέντε και με κινήσεις που θα ζήλευε ταχυδακτυλουργός, φρόντισε να ρίξει στο ένα από αυτά την ακριβή σκόνη που φύλαγε στο δαχτυλίδι της. Όταν έχεις μαθητεύσει δίπλα στη μαντάμ Καταλίνα, μπορείς να κοροϊδέψεις τον αντίπαλο μπροστά του, μονολόγησε από μέσα της.
Όχι τον Ντάριο όμως.
"Έχεις εμπιστοσύνη στις ικανότητές σου, έτσι; Σαν την παλάμη του χεριού μου σε ξέρω,καταραμένη" της είπε μόλις του έτεινε το ποτήρι. Το άρπαξε απ'το χέρι της και το κοπάνησε στο πάτωμα. Κρύος ιδρώτας έλουσε τη Μέτσε. "Για να δούμε! Κλάψε για το χαμένο σου κρύσταλλο να φανεί ποιά είσαι!" Βλέποντάς τη ακίνητη σαν άγαλμα, την άρπαξε από τα μπράτσα και την έφερε αντιμέτωπη με το φλογισμένο του πρόσωπο. "Δεύτερη φορά δεν την πατάει ο Ντάριο Αρισμέντι"
Η Μέτσε δεν άντεξε άλλο. Ελευθερώθηκε καταφέρνοντας μια κλωτσιά στο καλάμι κι έπεσε στο πάτωμα να μαζέψει τα θραύσματα. Κυρίως για να μη φανούν τα δάκρυα. "Πότε βγήκες;" ρώτησε, συγκρατώντας ένα λυγμό.
"Το χειμώνα. Ήθελες να με κρατήσουν παραπάνω; Δεν έφτασαν δέκα χρόνια;"
"Έφτασαν"
"Εγώ πλήρωσα,λοιπόν. Σειρά σου τώρα"
Γνωρίζοντας ήδη την απάντηση αλλά μη μπορώντας να βρει κάτι άλλο να πει και προσπαθώντας να κερδίσει κι άλλο χρόνο η Μέτσε τον ρώτησε "Δεν σκέφτηκες να γυρίσεις πίσω στην οικογένειά σου; Οι γονείς σου..." Ο Ντάριο ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Ήταν όμως ένα γέλιο πικρό, γεμάτο θυμό και ίσως λίγη απόγνωση. "Ωραίο ανέκδοτο" είπε. "Μην παριστάνεις την αφελή γιατί και οι δύο ξέρουμε καλά ότι δεν είσαι. Για τους γονείς μου πέθανα την ημέρα που με βρήκε η αστυνομία αναίσθητο δίπλα από το πτώμα του Ντονάτο Τσάβες. Ο μοναχογιός της αξιότιμης οικογένειας Αρισμέντι, γιος του μεγαλοδικηγόρου Μάριο Αρισμέντι και της Μαρσέλα Αρισμέντι της οικογένειας των Μοντενέγκρο καταδικάζεται για το φόνο διευθυντή τραπέζης εξαιτίας μιας..." Ο Ντάριο σταμάτησε απότομα και η Μέτσε τον κοίταξε θυμωμένη προκαλώντας τον να αποτελειώσει τη φράση του.
"Εξαιτίας μιας...; Ξέρεις καλά ότι κάποτε είχα πάρει την απόφαση ν'αλλάξω ζωή. Εσύ όμως κατάφερες να μου αλλάξεις γνώμη" τον κεραυνοβόλησε η Μέτσε, δεν είχε πια διάθεση να τον καλοπιάσει "Πιστεύεις πως δεν είχα τίποτα αγνό μέσα μου; Μια μικρή ελπίδα την είχα. Και φρόντισες να την κάψεις. Τότε κατάλαβα πόσο δίκιο είχε η Μαντάμ Καταλίνα όταν έλεγε να μην εμπιστεύομαι κανέναν. Κι αυτή καμμένη ήταν"
Ο Ντάριο την τράβηξε να σηκωθεί. Ήθελε να δει την αλήθεια στα μάτια της. "Αν σε κατέστρεψα εγώ, όπως με κατηγορείς, γιατί μου τηλεφώνησες εκείνη τη μέρα; Γιατί ζήτησες να σε σώσω από το τομάρι τον διευθυντή της τράπεζας; Εκτός αν..." έκανε μια παύση, προσπαθώντας να διαβάσει τη σκέψη της. Τον κοιτούσε με μια υπόνοια θλίψης. Μήπως δεν αλήθευαν όσα σκέφτηκε γι'αυτήν τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς στη φυλακή; Ίσως πάλι να υποκρινόταν τη θλιμμένη για να ξεφύγει. "Εκτός αν ήταν όλα μια καλοστημένη παγίδα!"
Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή η Μέτσε θέλησε να του πει την αλήθεια. Η υπερηφάνεια της όμως υπερίσχυσε. Άστον να σκέφτεται ό,τι θέλει! Δεν του αξίζει η αλήθεια. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να καταλάβει πόσο είχε υποφέρει εξαιτίας του. "Ας μιλήσουμε γι' αυτό που πραγματικά ήρθες" του είπε βάζοντας τέλος στις αμφιβολίες του. Μάζεψε το περιοδικό από το τραπεζάκι και του έτεινε τη σελίδα με το πρόσωπο του Gustavo Escalona. "Τι είναι αυτό;" τη ρώτησε ξαφνιασμένος.
"Αυτό που θέλουμε και οι δύο είναι χρήματα και αυτός ο άνδρας έχει πάρα πολλά. Αν συνεργαστούμε θα έχεις τα διπλά από αυτά που συμφωνήσαμε" του είπε χαμογελώντας.
O Ντάριο κάθισε παράμερα και άρχισε να επεξεργάζεται την εικόνα. Η Μέτσε ανάσανε με ανακούφιση κι έδιωξε το σύννεφο της θλίψης από τα βλέφαρα. Δεν ωφελεί σε τίποτα να σκαλίζεις τα περασμένα. Σημασία έχει τι θα γίνει από δω και μπρος. Ο Ντάριο χρειαζόταν επειγόντως χρήματα. Δεν είχε πού την κεφαλή κλίναι και σιγά μην έβρισκε δουλειά με το απολυτήριο της φυλακής. Η Μέτσε ήταν σίγουρη πως θα δεχόταν την προσφορά της.
"Μπορούμε να τον πλευρίσουμε μαζί. Θα εμφανιστείς ως αδερφός μου" του έκλεισε το μάτι.
Ο Ντάριο σήκωσε το κεφάλι από το περιοδικό. "Να σε εμπιστευτώ άραγε; Όσο ήμουν μέσα δεν ήρθες ούτε μία φορά να με δεις, πόσο μάλλον να μου στείλεις λεφτά, όπως μου είχες υποσχεθεί!"
Η Μέτσε τον πλησίασε, γονάτισε μπροστά του και του χάιδεψε τα γόνατα. "Τώρα είναι διαφορετικό. Η δουλειά πέφτει στους ώμους και των δύο. Ξέρεις ότι μπορείς να ξεσκεπάσεις αν δεν τηρήσω τη συμφωνία"
Ο Ντάριο έμεινε για λίγο σκεπτικός. Έπειτα σηκώθηκε ταυτόχρονα με τη Μέτσε και πήρε ένα ύφος έπαρσης. "Ωραία λοιπόν, δέχομαι. Πού ν'αφήσω τα πράγματά μου; Ένα σακίδιο είναι όλο κι όλο"
"Θα...θα μετακομίσεις εδώ;" τραύλισε εκείνη.
"Δεν με θέλεις, αδελφούλα;"
Η Μέτσε σώπασε να σκεφτεί. Η εισβολή στο αρχοντικό της δεν θα ήταν για πολύ. Σύντομα θα πήγαιναν στην εξοχή να βρουν τον Εσκαλόνα. Συμφώνησε ξεφυσώντας κι έστειλε τον Ντάριο να βολευτεί στον ξενώνα.
*****
Ήταν έξι η ώρα το πρωί όταν ο Γουστάβο αποφάσισε να σηκωθεί. Δεν είχε νόημα να παραμένει στο κρεβάτι και να προσπαθεί να κοιμηθεί. Παρά την κούραση που ένιωθε χθες το βράδυ με τις ατελείωτες δουλειές που είχε η φάρμα, κοιμήθηκε μόλις 4 ώρες και πέρασε άλλες 3 συλλογιζόμενος την αγαπημένη του Ινές, τον παιδικό του έρωτα και μετέπειτα σύζυγό του που η ζωή του πήρε τόσο άδικα πριν από 5 χρόνια. Πως μπόρεσε να σκεφτεί ότι θα βρισκόταν η γυναίκα που θα γέμιζε το κενό που του άφησε η απώλειά της; Και μάλιστα στο πρόσωπο της Καρολίνα, αυτής της άμυαλης - όπως αποδείχθηκε - μικρής που τώρα απολάμβανε τα φώτα της δημοσιότητας εξαιτίας της ιστορίας που είχε μαζί της. Σέλωσε το άλογό του και αποφάσισε να κάνει μια βόλτα.
Τα ζωηρά χρώματα της εξοχής και το γλυκό πρωινό άρωμα γαλήνεψαν την ψυχή του. Ξεπέζεψε και πλησίασε τον καταρράκτη. Άκουσε τον ήχο του νερού, πήρε βαθιά ανάσα, περπάτησε στη χλόη κι όταν έφτασε η ώρα για το πρωινό του, ανέβηκε πάλι στο άλογο. Μια ευχάριστη έκπληξη τον περίμενε στην επιστροφή. Η Λιλιάνα στεκόταν στην είσοδο του σπιτιού με τις βαλίτσες της.
"Πού χάθηκες πρωί πρωί, θείε Γουστάβο;" ρώτησε παιχνιδιάρικα και ρίχτηκε στην αγκαλιά του "Όταν έρχεσαι στο εξοχικόγίνεσαι άλλος άνθρωπος. Με τις κότες κοιμάσαι, με τους πετεινούς σηκώνεσαι!"
"Κι εσύ δεν πας πίσω, βλέπω" χαμογέλασε ο Γουστάβο. "Δεν περίμενα να σε βρω εδώ τέτοια ώρα"
"Πήρα το πρώτο λεωφορείο"
Ο Γουστάβο μετέφερε τις βαλίτσες της κοπέλας στο διάδρομο. "Οι γονείς σου ξέρουν άραγε γι' αυτήν την ξαφνική επίσκεψη;"
"Ω, μην ανησυχείς. Η αδελφούλα σου κι ο γαμπρούλης σου δεν θα είχαν καμιά αντίρρηση να έρχομαι στην εξοχή πότε πότε"
Της σέρβιρε το πρωινό που είχε φτιάξει από νωρίς η οικονόμος και μετά άρχισαν μέσω πειραγμάτων να τακτοποιούν τα πράγματα στο δωμάτιο που πάντα προτιμούσε η μικρή στις αιφνιδιαστικές της επισκέψεις.
Ο Γουστάβο χαμογελούσε στην πραγματικότητα όμως τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα. Χαιρόταν που έβλεπε την αγαπημένη του ανηψούλα αλλά εδώ και καιρό ένιωθε πως η αστείρευτη ενέργειά της τον αποσυντόνιζε. Παλιότερα ούτε τον κούραζε ούτε τον ενοχλούσε καθόλου. Τώρα η ζωή του όλη ήταν η εργασία στην φάρμα και οι δυσάρεστες σκέψεις που είχαν να κάνουν με τις δυο γυναίκες που η κάθεμια για διαφορετικούς λόγους άφησε στην ψυχή του το μελανό της στίγμα. Μήπως είχε παραμεγαλώσει; Μήπως απλώς του κόστιζε να επιστρέψει στην ζωή που ήταν πιο κοντά στην "κανονικότητα" των περισσότερων ανθρώπων, στην ζωή που δεν περιλάμβανε μόνο δουλειές και μαύρες σκέψεις;
*****
Την ίδια στιγμή, περίπου 2 χιλιόμετρα βορειότερα, η Μέτσε και ο Ντάριο έμπαιναν στο σαλόνι ενός παλιού αρχοντικού. Ο Ντάριο στάθηκε και το κοιτούσε σαν υπνωτισμένος. "Τι κάθεσαι έτσι; Βοήθησέ με να ξεφορτώσουμε τις βαλίτσες" του φώναξε η Μέτσε. "Μοιάζει τόσο με το πατρικό μου" σκέφτηκε μελαγχολικά ο Ντάριο καθώς το βλέμμα του έπεφτε στο μεγάλο τζάκι. "Στη μητέρα μου άρεσε να κάθεται..." αλλά ένα χτύπημα στον ώμο διέκοψε βίαια τις σκέψεις του. "Σου μιλάω Ντάριο! Δεν μ' ακούς; Έλα να ξεφορτώσουμε τις βαλίτσες!" "Υποτίθεται ότι κάποιος θα ήταν εδώ γι' αυτή τη δουλειά!" της απάντησε ενοχλημένος. "Αυτή η κυρία που σου νοίκιασε το σπίτι δεν μου είπες ότι σου άφησε και προσωπικό;" "Χοσέ; Εσύ είσαι άχρηστε;" ακούστηκε μια διαπεραστική, γυναικεία φωνή και έκανε την εμφάνισή της μια μεσήλικη γυναίκα με ποδιά και μια κουτάλα στο χέρι. Μόλις είδε τη Μέτσε και τον Ντάριο αμέσως έφυγε η αγριεμένη έκφραση από το πρόσωπό της και προσπάθησε να διορθώσει λίγο τα μαλλιά της. "Καλημέρα σας" είπε αμήχανα. "Καλά άκουσα ότι κάποιος ήρθε. Ασφαλώς θα είστε ο κ. Μοντέρο" είπε απευθυνόμενη στον Ντάριο που της φάνηκε πιο προσιτός. "Μάλιστα κυρία μου. Είμαι ο Εντουάρντο Μοντέρο και από δω η αδερφή μου Βικτόρια" της αποκρίθηκε διασκεδάζοντας λίγο με την αμηχανία της.
"Σας περιμέναμε, κοπιάστε, κοπιάστε..." χαμογέλασε η γυναίκα "Είμαι η Χασίντα και φροντίζω τούτο το σπίτι. Σας ετοιμάζω ένα γεύμα που θα γλείφετε τα δάχτυλά σας! Ώσπου να τακτοποιηθείτε, θα έχω στρωμένο το τραπέζι. Θα πεινάτε σίγουρα μιας κι έρχεστε από μακριά" είπε μονοκοπανιά και παίρνοντας μια ανάσα, "Βλέπω, κουβαλάτε μπόλικο νοικοκυριό. Έπρεπε να 'ναι δω αυτός ο ανεπρόκοπος! Μη σας νοιάζει, όμως, μόλις γυρίσει θα τον βάλω να σας ανεβάσει τις βαλίτσες στα δωμάτια. Να σας φτιάξω έναν καφέ;"
Ο Ντάριο αρνήθηκε ευγενικά και στράφηκε στη Μέτσε "Δεν είναι όμορφο μέρος, αδερφούλα;"
"Το ομορφότερο που θα μπορούσαμε να βρούμε σ'αυτήν τη μεσαιωνική εξορία"
Ο Ντάριο κοίταξε τη Χασίντα που τα έχασε για μια στιγμή κι έριξε μια επικριτική ματιά στη Μέτσε, που δάγκωσε τα χείλη της. Μα δεν είχαν συμφωνήσει να παραστήσουν τους εραστές της εξοχής για να πειστεί το θήραμα να τους δεχτεί; Στο κάτω κάτω, ξέχασε η Μέτσε την καταγωγή της και φερόταν με τόσο σνομπισμό; Από ένα χωριό ξεχασμένο κι από το Θεό την τράβηξε η μαντάμ Καταλίνα.
Σε λίγο κατέφτασε ο Χοσέ. Είχε το πρόσωπο εύθυμου χωρικού, τα τραχά χέρια του αγρότη και το καουμπόικο καπέλο των ανδρών της περιοχής. Συστήθηκε γελαστός κι ανέλαβε να ανεβάσει τις βαλίτσες υπό τα γρυλίσματα της γυναίκας του. Οι φιλοξενούμενοι αποσύρθηκαν στα δωμάτιά τους.
Η Μέτσε λούστηκε, άλλαξε ρούχα κι έπιασε να στεγνώσει τα μαλλιά της. Ο Ντάριο μπήκε στο δωμάτιό της σφυρίζοντας. "Συμπαθητικό το προσωπικό" είπε, παίζοντας με την κουνουπιέρα του κρεβατιού, "Και πολυλογάδες. Δεν θα δυσκολευτούμε να μάθουμε ολόκληρο το βιογραφικό του γελαδάρη σου. Ούτε θ' αργήσουν να διαδώσουν στο χωριό την άφιξή μας"
Εκείνη κάθισε στην μικρή μπορντό πολυθρόνα όπως θα καθόταν μια αυτοκράτειρα στον θρόνο της.
-Εκ πρώτης όψεως ο Γουστάβο φαίνεται εύκολος στόχος. Από την μικρή μου έρευνα προκύπτει ότι αν και πάμπλουτος δεν έχει σχέση με κομπίνες και βρώμικο χρήμα, απάντησε η Μέτσε με ύφος υψηλόβαθμου στελέχους πολυεθνικής έτοιμο να εξηγήσει στους υφισταμένους την στρατηγική της εταιρείας. Μοιάζει πολύ αθώος, σχεδόν αγνός... Όμως, κανόνας πρώτος, δεν υποτιμάμε ποτέ τον αντίπαλο, ούτε τις συνθήκες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πανωλεθρία.
Ο Ντάριο για μια στιγμή έστρεψε το βλέμμα του από εκείνη την γυναίκα που μόλις χθες τον έτρεμε και σήμερα πάλι κινούσε τα νήματα, η δύναμη που ασκούσε πάνω του ήταν τρομακτική.
-Δεν σε πιστεύω, είμαι σίγουρος πως τον έχεις ήδη καταγράψει στον μακρύ κατάλογο των θυμάτων σου, είπε κοιτάζοντάς την και πάλι στα μάτια. Κι εγώ δεν ξέρω αν θα έπρεπε να είμαι με το μέρος σου ή να προσεγγίσω το θύμα ως... συνάδελφος, συνέχισε μ' ένα χαμόγελο.
-Ας πάμε λοιπόν και στον δεύτερο κανόνα. Αφήνουμε πίσω το παρελθόν. Εγώ δεν θα είχα φτάσει ποτέ εκεί που έφτασα αν δεν το ξεπερνούσα.
Σηκώθηκε και τον ακούμπησε τρυφερά στο περίγραμμα του προσώπου.
-Μην αφήνεις την πίκρα να σε επηρεάζει καλέ μου. Και οι δυο έχουμε να κερδίσουμε από αυτή την ιστορία. Αν μάλιστα φερθείς έξυπνα, έχεις να κερδίσεις κάτι πολύ παραπάνω από το μερίδιό σου. Την οικονομική εξασφάλιση κι ευημερία εφ' όρου ζωής!
“Τι έχεις στο μυαλό σου Μέτσε;” Τη ρώτησε κοιτώντας την καχύποπτα. “ΒΙ-ΚΤΟ-ΡΙ-Α!! Είμαι η Βικτόρια και είσαι ο Εντουάρντο. Ακόμα κι όταν είμαστε μόνοι μας θα χρησιμοποιούμε τα καινούργια μας ονόματα. Δεν ξέρεις ότι και οι τοίχοι έχουν αυτιά;” “Καλά!” Έκανε εκείνος ανυπόμονα. “Τι έχεις στο μυαλό σου αδερφουλα;” “Οτί θα μπορούσες να κάνεις πολύ ενδιαφέρουσες γνωριμίες από τον κύκλο του Γουστάβο όσο εγώ θα ασχολούμαι μαζί του. Και που ξέρεις... μπορεί και έναν πολύ καλό γάμο.” Την κοίταξε εμβρόντητος. Τι; Τώρα τον παντρολογούσε κι από πάνω;
-Τι νομίζεις πως νοσταλγώ την φυλακή, πως δεν βλέπω την ώρα να ξανασαπίσω εκεί μέσα; απάντησε νευρικά. Για σένα βέβαια θα είναι εύκολο να ξαπλώνεις με αυτόν τον χωριάτη και να παίρνεις ως αντάλλαγμα κοσμήματα και ακίνητα. Εγώ πώς θα παντρευτώ ως Εντουάρντο;  
-Αν δε χαλαρώσεις λίγο φυσικά και δε θα παντρευτείς, δε θα φτάσεις πουθενά. Αν δε ζήσεις και ο ίδιος σε ένα βαθμό το παραμύθι δεν πρόκειται να πείσεις. Κι έπειτα τι νόμιζες, πως τα οργανώνω όλα μόνη μου όλα αυτά τα χρόνια; Υπάρχουν οι φύλακες άγγελοί μου που με βοηθούν. Ψεύτικοι δεν είναι μόνο οι έρωτές μου, έχω ψεύτικο περίγυρο, ψεύτικους αριστοκράτες συγγενείς... Άνοιξε το πάνω συρτάρι του κομψού κομοδίνου. Ορίστε, είπε δίνοντας του δυο φρεσκοτυπωμένα διαβατήρια. Ούτε ο πιο έμπειρος ερευνητής της αστυνομίας δε θα καταλάβαινε ότι είναι πλαστά. Είμαστε πια ο Εντουάρντο και η Βικτόρια.

_________________
Συνέχισε την ιστορία...  Image16
Back to top Go down
https://thlenouvelotrela.forumgreek.com
Άσχετη

Άσχετη


Posts : 76
Join date : 2015-08-13

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptySun Nov 22, 2015 9:42 pm

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.
"Πώς από δω;" τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Ντάριο δεν απάντησε. Έριξε μερικές ματιές στο χώρο, εντόπισε ένα ασημένιο αλογάκι στο τραπεζάκι του χωλ και βάλθηκε να το περιεργάζεται. Εκείνη τη στιγμή η Μέτσε τρόμαξε πραγματικά. Το άρπαξε από τα χέρια του, το έριξε στη βαθιά πολυθρόνα και κάθισε πάνω του με την ελπίδα να το σώσει.
"Θα σου έλεγα να μείνεις για ένα ποτό αλλά δεν έχω χρόνο, Ντάριο. Ετοιμαζόμουν να βγω" χαριτολόγησε.
Ο Ντάριο στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές.
"Προτού πληρώσεις, δεν έχεις να πας πουθενά" δήλωσε.
"Χαλάρωσε λίγο Ντάριο, μου φαίνεσαι κουρασμένος" είπε η Μέτσε και άπλωσε το χέρι της για να του χαϊδέψει το μάγουλο αλλά εκείνος της έπιασε δυνατά τον καρπό.
"Δεν ήρθα για να χαλαρώσω αλλά για να μου δώσεις αυτά που είχαμε συμφωνήσει"
"Κάθαρμα" σκέφτηκε η Μέτσε. Και να σκεφτείς ότι κάποτε... "Όχι!" σκέφτηκε. Δεν ήταν η ώρα για να τα σκέφτεται αυτά. Δεν είχε νόημα να συλλογίζεται τη μοναδική φορά που αγνόησε τις συμβουλές της Μαντάμ Καταλίνα και πίστεψε σε κάτι αγνό. Ως πότε θα πλήρωνε αυτό το λάθος της εφηβείας της που στεκόταν τώρα μπροστά της; Αυτό που προείχε ήταν να τον διώξει από το διαμέρισμά της και μετά να κάτσει να σκεφτεί ένα καινούργιο σχέδιο για να απαλλαγεί από αυτόν και τους εκβιασμούς του.
"Δεν γίνεται να μιλήσουμε όταν κάνεις σαν τρελός. Ας ηρεμήσουμε πρώτα" του είπε και προχώρησε στην κάβα.
Νιώθοντας τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, γέμισε δυο ποτήρια με γλυκό αγουαρδιέντε και με κινήσεις που θα ζήλευε ταχυδακτυλουργός, φρόντισε να ρίξει στο ένα από αυτά την ακριβή σκόνη που φύλαγε στο δαχτυλίδι της. Όταν έχεις μαθητεύσει δίπλα στη μαντάμ Καταλίνα, μπορείς να κοροϊδέψεις τον αντίπαλο μπροστά του, μονολόγησε από μέσα της.
Όχι τον Ντάριο όμως.
"Έχεις εμπιστοσύνη στις ικανότητές σου, έτσι; Σαν την παλάμη του χεριού μου σε ξέρω,καταραμένη" της είπε μόλις του έτεινε το ποτήρι. Το άρπαξε απ'το χέρι της και το κοπάνησε στο πάτωμα. Κρύος ιδρώτας έλουσε τη Μέτσε. "Για να δούμε! Κλάψε για το χαμένο σου κρύσταλλο να φανεί ποιά είσαι!" Βλέποντάς τη ακίνητη σαν άγαλμα, την άρπαξε από τα μπράτσα και την έφερε αντιμέτωπη με το φλογισμένο του πρόσωπο. "Δεύτερη φορά δεν την πατάει ο Ντάριο Αρισμέντι"
Η Μέτσε δεν άντεξε άλλο. Ελευθερώθηκε καταφέρνοντας μια κλωτσιά στο καλάμι κι έπεσε στο πάτωμα να μαζέψει τα θραύσματα. Κυρίως για να μη φανούν τα δάκρυα. "Πότε βγήκες;" ρώτησε, συγκρατώντας ένα λυγμό.
"Το χειμώνα. Ήθελες να με κρατήσουν παραπάνω; Δεν έφτασαν δέκα χρόνια;"
"Έφτασαν"
"Εγώ πλήρωσα,λοιπόν. Σειρά σου τώρα"
Γνωρίζοντας ήδη την απάντηση αλλά μη μπορώντας να βρει κάτι άλλο να πει και προσπαθώντας να κερδίσει κι άλλο χρόνο η Μέτσε τον ρώτησε "Δεν σκέφτηκες να γυρίσεις πίσω στην οικογένειά σου; Οι γονείς σου..." Ο Ντάριο ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Ήταν όμως ένα γέλιο πικρό, γεμάτο θυμό και ίσως λίγη απόγνωση. "Ωραίο ανέκδοτο" είπε. "Μην παριστάνεις την αφελή γιατί και οι δύο ξέρουμε καλά ότι δεν είσαι. Για τους γονείς μου πέθανα την ημέρα που με βρήκε η αστυνομία αναίσθητο δίπλα από το πτώμα του Ντονάτο Τσάβες. Ο μοναχογιός της αξιότιμης οικογένειας Αρισμέντι, γιος του μεγαλοδικηγόρου Μάριο Αρισμέντι και της Μαρσέλα Αρισμέντι της οικογένειας των Μοντενέγκρο καταδικάζεται για το φόνο διευθυντή τραπέζης εξαιτίας μιας..." Ο Ντάριο σταμάτησε απότομα και η Μέτσε τον κοίταξε θυμωμένη προκαλώντας τον να αποτελειώσει τη φράση του.
"Εξαιτίας μιας...; Ξέρεις καλά ότι κάποτε είχα πάρει την απόφαση ν'αλλάξω ζωή. Εσύ όμως κατάφερες να μου αλλάξεις γνώμη" τον κεραυνοβόλησε η Μέτσε, δεν είχε πια διάθεση να τον καλοπιάσει "Πιστεύεις πως δεν είχα τίποτα αγνό μέσα μου; Μια μικρή ελπίδα την είχα. Και φρόντισες να την κάψεις. Τότε κατάλαβα πόσο δίκιο είχε η Μαντάμ Καταλίνα όταν έλεγε να μην εμπιστεύομαι κανέναν. Κι αυτή καμμένη ήταν"
Ο Ντάριο την τράβηξε να σηκωθεί. Ήθελε να δει την αλήθεια στα μάτια της. "Αν σε κατέστρεψα εγώ, όπως με κατηγορείς, γιατί μου τηλεφώνησες εκείνη τη μέρα; Γιατί ζήτησες να σε σώσω από το τομάρι τον διευθυντή της τράπεζας; Εκτός αν..." έκανε μια παύση, προσπαθώντας να διαβάσει τη σκέψη της. Τον κοιτούσε με μια υπόνοια θλίψης. Μήπως δεν αλήθευαν όσα σκέφτηκε γι'αυτήν τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς στη φυλακή; Ίσως πάλι να υποκρινόταν τη θλιμμένη για να ξεφύγει. "Εκτός αν ήταν όλα μια καλοστημένη παγίδα!"
Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή η Μέτσε θέλησε να του πει την αλήθεια. Η υπερηφάνεια της όμως υπερίσχυσε. Άστον να σκέφτεται ό,τι θέλει! Δεν του αξίζει η αλήθεια. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να καταλάβει πόσο είχε υποφέρει εξαιτίας του. "Ας μιλήσουμε γι' αυτό που πραγματικά ήρθες" του είπε βάζοντας τέλος στις αμφιβολίες του. Μάζεψε το περιοδικό από το τραπεζάκι και του έτεινε τη σελίδα με το πρόσωπο του Gustavo Escalona. "Τι είναι αυτό;" τη ρώτησε ξαφνιασμένος.
"Αυτό που θέλουμε και οι δύο είναι χρήματα και αυτός ο άνδρας έχει πάρα πολλά. Αν συνεργαστούμε θα έχεις τα διπλά από αυτά που συμφωνήσαμε" του είπε χαμογελώντας.
O Ντάριο κάθισε παράμερα και άρχισε να επεξεργάζεται την εικόνα. Η Μέτσε ανάσανε με ανακούφιση κι έδιωξε το σύννεφο της θλίψης από τα βλέφαρα. Δεν ωφελεί σε τίποτα να σκαλίζεις τα περασμένα. Σημασία έχει τι θα γίνει από δω και μπρος. Ο Ντάριο χρειαζόταν επειγόντως χρήματα. Δεν είχε πού την κεφαλή κλίναι και σιγά μην έβρισκε δουλειά με το απολυτήριο της φυλακής. Η Μέτσε ήταν σίγουρη πως θα δεχόταν την προσφορά της.
"Μπορούμε να τον πλευρίσουμε μαζί. Θα εμφανιστείς ως αδερφός μου" του έκλεισε το μάτι.
Ο Ντάριο σήκωσε το κεφάλι από το περιοδικό. "Να σε εμπιστευτώ άραγε; Όσο ήμουν μέσα δεν ήρθες ούτε μία φορά να με δεις, πόσο μάλλον να μου στείλεις λεφτά, όπως μου είχες υποσχεθεί!"
Η Μέτσε τον πλησίασε, γονάτισε μπροστά του και του χάιδεψε τα γόνατα. "Τώρα είναι διαφορετικό. Η δουλειά πέφτει στους ώμους και των δύο. Ξέρεις ότι μπορείς να ξεσκεπάσεις αν δεν τηρήσω τη συμφωνία"
Ο Ντάριο έμεινε για λίγο σκεπτικός. Έπειτα σηκώθηκε ταυτόχρονα με τη Μέτσε και πήρε ένα ύφος έπαρσης. "Ωραία λοιπόν, δέχομαι. Πού ν'αφήσω τα πράγματά μου; Ένα σακίδιο είναι όλο κι όλο"
"Θα...θα μετακομίσεις εδώ;" τραύλισε εκείνη.
"Δεν με θέλεις, αδελφούλα;"
Η Μέτσε σώπασε να σκεφτεί. Η εισβολή στο αρχοντικό της δεν θα ήταν για πολύ. Σύντομα θα πήγαιναν στην εξοχή να βρουν τον Εσκαλόνα. Συμφώνησε ξεφυσώντας κι έστειλε τον Ντάριο να βολευτεί στον ξενώνα.
*****
Ήταν έξι η ώρα το πρωί όταν ο Γουστάβο αποφάσισε να σηκωθεί. Δεν είχε νόημα να παραμένει στο κρεβάτι και να προσπαθεί να κοιμηθεί. Παρά την κούραση που ένιωθε χθες το βράδυ με τις ατελείωτες δουλειές που είχε η φάρμα, κοιμήθηκε μόλις 4 ώρες και πέρασε άλλες 3 συλλογιζόμενος την αγαπημένη του Ινές, τον παιδικό του έρωτα και μετέπειτα σύζυγό του που η ζωή του πήρε τόσο άδικα πριν από 5 χρόνια. Πως μπόρεσε να σκεφτεί ότι θα βρισκόταν η γυναίκα που θα γέμιζε το κενό που του άφησε η απώλειά της; Και μάλιστα στο πρόσωπο της Καρολίνα, αυτής της άμυαλης - όπως αποδείχθηκε - μικρής που τώρα απολάμβανε τα φώτα της δημοσιότητας εξαιτίας της ιστορίας που είχε μαζί της. Σέλωσε το άλογό του και αποφάσισε να κάνει μια βόλτα.
Τα ζωηρά χρώματα της εξοχής και το γλυκό πρωινό άρωμα γαλήνεψαν την ψυχή του. Ξεπέζεψε και πλησίασε τον καταρράκτη. Άκουσε τον ήχο του νερού, πήρε βαθιά ανάσα, περπάτησε στη χλόη κι όταν έφτασε η ώρα για το πρωινό του, ανέβηκε πάλι στο άλογο. Μια ευχάριστη έκπληξη τον περίμενε στην επιστροφή. Η Λιλιάνα στεκόταν στην είσοδο του σπιτιού με τις βαλίτσες της.
"Πού χάθηκες πρωί πρωί, θείε Γουστάβο;" ρώτησε παιχνιδιάρικα και ρίχτηκε στην αγκαλιά του "Όταν έρχεσαι στο εξοχικόγίνεσαι άλλος άνθρωπος. Με τις κότες κοιμάσαι, με τους πετεινούς σηκώνεσαι!"
"Κι εσύ δεν πας πίσω, βλέπω" χαμογέλασε ο Γουστάβο. "Δεν περίμενα να σε βρω εδώ τέτοια ώρα"
"Πήρα το πρώτο λεωφορείο"
Ο Γουστάβο μετέφερε τις βαλίτσες της κοπέλας στο διάδρομο. "Οι γονείς σου ξέρουν άραγε γι' αυτήν την ξαφνική επίσκεψη;"
"Ω, μην ανησυχείς. Η αδελφούλα σου κι ο γαμπρούλης σου δεν θα είχαν καμιά αντίρρηση να έρχομαι στην εξοχή πότε πότε"
Της σέρβιρε το πρωινό που είχε φτιάξει από νωρίς η οικονόμος και μετά άρχισαν μέσω πειραγμάτων να τακτοποιούν τα πράγματα στο δωμάτιο που πάντα προτιμούσε η μικρή στις αιφνιδιαστικές της επισκέψεις.
Ο Γουστάβο χαμογελούσε στην πραγματικότητα όμως τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα. Χαιρόταν που έβλεπε την αγαπημένη του ανηψούλα αλλά εδώ και καιρό ένιωθε πως η αστείρευτη ενέργειά της τον αποσυντόνιζε. Παλιότερα ούτε τον κούραζε ούτε τον ενοχλούσε καθόλου. Τώρα η ζωή του όλη ήταν η εργασία στην φάρμα και οι δυσάρεστες σκέψεις που είχαν να κάνουν με τις δυο γυναίκες που η κάθεμια για διαφορετικούς λόγους άφησε στην ψυχή του το μελανό της στίγμα. Μήπως είχε παραμεγαλώσει; Μήπως απλώς του κόστιζε να επιστρέψει στην ζωή που ήταν πιο κοντά στην "κανονικότητα" των περισσότερων ανθρώπων, στην ζωή που δεν περιλάμβανε μόνο δουλειές και μαύρες σκέψεις;
*****
Την ίδια στιγμή, περίπου 2 χιλιόμετρα βορειότερα, η Μέτσε και ο Ντάριο έμπαιναν στο σαλόνι ενός παλιού αρχοντικού. Ο Ντάριο στάθηκε και το κοιτούσε σαν υπνωτισμένος. "Τι κάθεσαι έτσι; Βοήθησέ με να ξεφορτώσουμε τις βαλίτσες" του φώναξε η Μέτσε. "Μοιάζει τόσο με το πατρικό μου" σκέφτηκε μελαγχολικά ο Ντάριο καθώς το βλέμμα του έπεφτε στο μεγάλο τζάκι. "Στη μητέρα μου άρεσε να κάθεται..." αλλά ένα χτύπημα στον ώμο διέκοψε βίαια τις σκέψεις του. "Σου μιλάω Ντάριο! Δεν μ' ακούς; Έλα να ξεφορτώσουμε τις βαλίτσες!" "Υποτίθεται ότι κάποιος θα ήταν εδώ γι' αυτή τη δουλειά!" της απάντησε ενοχλημένος. "Αυτή η κυρία που σου νοίκιασε το σπίτι δεν μου είπες ότι σου άφησε και προσωπικό;" "Χοσέ; Εσύ είσαι άχρηστε;" ακούστηκε μια διαπεραστική, γυναικεία φωνή και έκανε την εμφάνισή της μια μεσήλικη γυναίκα με ποδιά και μια κουτάλα στο χέρι. Μόλις είδε τη Μέτσε και τον Ντάριο αμέσως έφυγε η αγριεμένη έκφραση από το πρόσωπό της και προσπάθησε να διορθώσει λίγο τα μαλλιά της. "Καλημέρα σας" είπε αμήχανα. "Καλά άκουσα ότι κάποιος ήρθε. Ασφαλώς θα είστε ο κ. Μοντέρο" είπε απευθυνόμενη στον Ντάριο που της φάνηκε πιο προσιτός. "Μάλιστα κυρία μου. Είμαι ο Εντουάρντο Μοντέρο και από δω η αδερφή μου Βικτόρια" της αποκρίθηκε διασκεδάζοντας λίγο με την αμηχανία της.
"Σας περιμέναμε, κοπιάστε, κοπιάστε..." χαμογέλασε η γυναίκα "Είμαι η Χασίντα και φροντίζω τούτο το σπίτι. Σας ετοιμάζω ένα γεύμα που θα γλείφετε τα δάχτυλά σας! Ώσπου να τακτοποιηθείτε, θα έχω στρωμένο το τραπέζι. Θα πεινάτε σίγουρα μιας κι έρχεστε από μακριά" είπε μονοκοπανιά και παίρνοντας μια ανάσα, "Βλέπω, κουβαλάτε μπόλικο νοικοκυριό. Έπρεπε να 'ναι δω αυτός ο ανεπρόκοπος! Μη σας νοιάζει, όμως, μόλις γυρίσει θα τον βάλω να σας ανεβάσει τις βαλίτσες στα δωμάτια. Να σας φτιάξω έναν καφέ;"
Ο Ντάριο αρνήθηκε ευγενικά και στράφηκε στη Μέτσε "Δεν είναι όμορφο μέρος, αδερφούλα;"
"Το ομορφότερο που θα μπορούσαμε να βρούμε σ'αυτήν τη μεσαιωνική εξορία"
Ο Ντάριο κοίταξε τη Χασίντα που τα έχασε για μια στιγμή κι έριξε μια επικριτική ματιά στη Μέτσε, που δάγκωσε τα χείλη της. Μα δεν είχαν συμφωνήσει να παραστήσουν τους εραστές της εξοχής για να πειστεί το θήραμα να τους δεχτεί; Στο κάτω κάτω, ξέχασε η Μέτσε την καταγωγή της και φερόταν με τόσο σνομπισμό; Από ένα χωριό ξεχασμένο κι από το Θεό την τράβηξε η μαντάμ Καταλίνα.
Σε λίγο κατέφτασε ο Χοσέ. Είχε το πρόσωπο εύθυμου χωρικού, τα τραχά χέρια του αγρότη και το καουμπόικο καπέλο των ανδρών της περιοχής. Συστήθηκε γελαστός κι ανέλαβε να ανεβάσει τις βαλίτσες υπό τα γρυλίσματα της γυναίκας του. Οι φιλοξενούμενοι αποσύρθηκαν στα δωμάτιά τους.
Η Μέτσε λούστηκε, άλλαξε ρούχα κι έπιασε να στεγνώσει τα μαλλιά της. Ο Ντάριο μπήκε στο δωμάτιό της σφυρίζοντας. "Συμπαθητικό το προσωπικό" είπε, παίζοντας με την κουνουπιέρα του κρεβατιού, "Και πολυλογάδες. Δεν θα δυσκολευτούμε να μάθουμε ολόκληρο το βιογραφικό του γελαδάρη σου. Ούτε θ' αργήσουν να διαδώσουν στο χωριό την άφιξή μας"
Εκείνη κάθισε στην μικρή μπορντό πολυθρόνα όπως θα καθόταν μια αυτοκράτειρα στον θρόνο της.
-Εκ πρώτης όψεως ο Γουστάβο φαίνεται εύκολος στόχος. Από την μικρή μου έρευνα προκύπτει ότι αν και πάμπλουτος δεν έχει σχέση με κομπίνες και βρώμικο χρήμα, απάντησε η Μέτσε με ύφος υψηλόβαθμου στελέχους πολυεθνικής έτοιμο να εξηγήσει στους υφισταμένους την στρατηγική της εταιρείας. Μοιάζει πολύ αθώος, σχεδόν αγνός... Όμως, κανόνας πρώτος, δεν υποτιμάμε ποτέ τον αντίπαλο, ούτε τις συνθήκες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πανωλεθρία.
Ο Ντάριο για μια στιγμή έστρεψε το βλέμμα του από εκείνη την γυναίκα που μόλις χθες τον έτρεμε και σήμερα πάλι κινούσε τα νήματα, η δύναμη που ασκούσε πάνω του ήταν τρομακτική.
-Δεν σε πιστεύω, είμαι σίγουρος πως τον έχεις ήδη καταγράψει στον μακρύ κατάλογο των θυμάτων σου, είπε κοιτάζοντάς την και πάλι στα μάτια. Κι εγώ δεν ξέρω αν θα έπρεπε να είμαι με το μέρος σου ή να προσεγγίσω το θύμα ως... συνάδελφος, συνέχισε μ' ένα χαμόγελο.
-Ας πάμε λοιπόν και στον δεύτερο κανόνα. Αφήνουμε πίσω το παρελθόν. Εγώ δεν θα είχα φτάσει ποτέ εκεί που έφτασα αν δεν το ξεπερνούσα.
Σηκώθηκε και τον ακούμπησε τρυφερά στο περίγραμμα του προσώπου.
-Μην αφήνεις την πίκρα να σε επηρεάζει καλέ μου. Και οι δυο έχουμε να κερδίσουμε από αυτή την ιστορία. Αν μάλιστα φερθείς έξυπνα, έχεις να κερδίσεις κάτι πολύ παραπάνω από το μερίδιό σου. Την οικονομική εξασφάλιση κι ευημερία εφ' όρου ζωής!
“Τι έχεις στο μυαλό σου Μέτσε;” Τη ρώτησε κοιτώντας την καχύποπτα. “ΒΙ-ΚΤΟ-ΡΙ-Α!! Είμαι η Βικτόρια και είσαι ο Εντουάρντο. Ακόμα κι όταν είμαστε μόνοι μας θα χρησιμοποιούμε τα καινούργια μας ονόματα. Δεν ξέρεις ότι και οι τοίχοι έχουν αυτιά;” “Καλά!” Έκανε εκείνος ανυπόμονα. “Τι έχεις στο μυαλό σου αδερφουλα;” “Οτί θα μπορούσες να κάνεις πολύ ενδιαφέρουσες γνωριμίες από τον κύκλο του Γουστάβο όσο εγώ θα ασχολούμαι μαζί του. Και που ξέρεις... μπορεί και έναν πολύ καλό γάμο.” Την κοίταξε εμβρόντητος. Τι; Τώρα τον παντρολογούσε κι από πάνω;
-Τι νομίζεις πως νοσταλγώ την φυλακή, πως δεν βλέπω την ώρα να ξανασαπίσω εκεί μέσα; απάντησε νευρικά. Για σένα βέβαια θα είναι εύκολο να ξαπλώνεις με αυτόν τον χωριάτη και να παίρνεις ως αντάλλαγμα κοσμήματα και ακίνητα. Εγώ πώς θα παντρευτώ ως Εντουάρντο;  
-Αν δε χαλαρώσεις λίγο φυσικά και δε θα παντρευτείς, δε θα φτάσεις πουθενά. Αν δε ζήσεις και ο ίδιος σε ένα βαθμό το παραμύθι δεν πρόκειται να πείσεις. Κι έπειτα τι νόμιζες, πως τα οργανώνω όλα μόνη μου όλα αυτά τα χρόνια; Υπάρχουν οι φύλακες άγγελοί μου που με βοηθούν. Ψεύτικοι δεν είναι μόνο οι έρωτές μου, έχω ψεύτικο περίγυρο, ψεύτικους αριστοκράτες συγγενείς... Άνοιξε το πάνω συρτάρι του κομψού κομοδίνου. Ορίστε, είπε δίνοντας του δυο φρεσκοτυπωμένα διαβατήρια. Ούτε ο πιο έμπειρος ερευνητής της αστυνομίας δε θα καταλάβαινε ότι είναι πλαστά. Είμαστε πια ο Εντουάρντο και η Βικτόρια.
****
«Εντουάρντο και Βικτόρια Μοντέρο;» Όχι, δεν τους έχω ξανακούσει. Και πότε ήρθαν Ελβίρα;» ρώτησε η Λιλιάνα καθώς βοηθούσε την οικονόμο του σπιτιού του Γουστάβο να διπλώσει κάτι σεντόνια. «Σήμερα το πρωί. Νοίκιασαν το αρχοντικό της δόνια Κλορίντα για το καλοκαίρι» «Και πως είναι αυτοί;» «Από τα λίγα που μου είπε ο Χοσέ η κοπέλα φαίνεται λίγο ξιπασμένη αλλά ο αδερφός της είναι πολύ ευγενικός» «Και όμορφος;» «Και τι σ’ ενδιαφέρει αυτό μικρή μου;» «Δεν μ’ ενδιαφέρει, κουβέντα να γίνεται» απάντησε η Λιλιάνα δήθεν αδιάφορα αλλά η Ελβίρα είδε τη λάμψη στα μάτια της. «Πόσο γρήγορα μεγαλώνουν τα παιδιά» σκέφτηκε καθώς παρατηρούσε πιο προσεκτικά τη Λιλιάνα.
Back to top Go down
mel
Admin
mel


Female Posts : 6632
Join date : 2015-08-11

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptyMon Nov 23, 2015 9:58 am

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.
"Πώς από δω;" τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Ντάριο δεν απάντησε. Έριξε μερικές ματιές στο χώρο, εντόπισε ένα ασημένιο αλογάκι στο τραπεζάκι του χωλ και βάλθηκε να το περιεργάζεται. Εκείνη τη στιγμή η Μέτσε τρόμαξε πραγματικά. Το άρπαξε από τα χέρια του, το έριξε στη βαθιά πολυθρόνα και κάθισε πάνω του με την ελπίδα να το σώσει.
"Θα σου έλεγα να μείνεις για ένα ποτό αλλά δεν έχω χρόνο, Ντάριο. Ετοιμαζόμουν να βγω" χαριτολόγησε.
Ο Ντάριο στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές.
"Προτού πληρώσεις, δεν έχεις να πας πουθενά" δήλωσε.
"Χαλάρωσε λίγο Ντάριο, μου φαίνεσαι κουρασμένος" είπε η Μέτσε και άπλωσε το χέρι της για να του χαϊδέψει το μάγουλο αλλά εκείνος της έπιασε δυνατά τον καρπό.
"Δεν ήρθα για να χαλαρώσω αλλά για να μου δώσεις αυτά που είχαμε συμφωνήσει"
"Κάθαρμα" σκέφτηκε η Μέτσε. Και να σκεφτείς ότι κάποτε... "Όχι!" σκέφτηκε. Δεν ήταν η ώρα για να τα σκέφτεται αυτά. Δεν είχε νόημα να συλλογίζεται τη μοναδική φορά που αγνόησε τις συμβουλές της Μαντάμ Καταλίνα και πίστεψε σε κάτι αγνό. Ως πότε θα πλήρωνε αυτό το λάθος της εφηβείας της που στεκόταν τώρα μπροστά της; Αυτό που προείχε ήταν να τον διώξει από το διαμέρισμά της και μετά να κάτσει να σκεφτεί ένα καινούργιο σχέδιο για να απαλλαγεί από αυτόν και τους εκβιασμούς του.
"Δεν γίνεται να μιλήσουμε όταν κάνεις σαν τρελός. Ας ηρεμήσουμε πρώτα" του είπε και προχώρησε στην κάβα.
Νιώθοντας τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, γέμισε δυο ποτήρια με γλυκό αγουαρδιέντε και με κινήσεις που θα ζήλευε ταχυδακτυλουργός, φρόντισε να ρίξει στο ένα από αυτά την ακριβή σκόνη που φύλαγε στο δαχτυλίδι της. Όταν έχεις μαθητεύσει δίπλα στη μαντάμ Καταλίνα, μπορείς να κοροϊδέψεις τον αντίπαλο μπροστά του, μονολόγησε από μέσα της.
Όχι τον Ντάριο όμως.
"Έχεις εμπιστοσύνη στις ικανότητές σου, έτσι; Σαν την παλάμη του χεριού μου σε ξέρω,καταραμένη" της είπε μόλις του έτεινε το ποτήρι. Το άρπαξε απ'το χέρι της και το κοπάνησε στο πάτωμα. Κρύος ιδρώτας έλουσε τη Μέτσε. "Για να δούμε! Κλάψε για το χαμένο σου κρύσταλλο να φανεί ποιά είσαι!" Βλέποντάς τη ακίνητη σαν άγαλμα, την άρπαξε από τα μπράτσα και την έφερε αντιμέτωπη με το φλογισμένο του πρόσωπο. "Δεύτερη φορά δεν την πατάει ο Ντάριο Αρισμέντι"
Η Μέτσε δεν άντεξε άλλο. Ελευθερώθηκε καταφέρνοντας μια κλωτσιά στο καλάμι κι έπεσε στο πάτωμα να μαζέψει τα θραύσματα. Κυρίως για να μη φανούν τα δάκρυα. "Πότε βγήκες;" ρώτησε, συγκρατώντας ένα λυγμό.
"Το χειμώνα. Ήθελες να με κρατήσουν παραπάνω; Δεν έφτασαν δέκα χρόνια;"
"Έφτασαν"
"Εγώ πλήρωσα,λοιπόν. Σειρά σου τώρα"
Γνωρίζοντας ήδη την απάντηση αλλά μη μπορώντας να βρει κάτι άλλο να πει και προσπαθώντας να κερδίσει κι άλλο χρόνο η Μέτσε τον ρώτησε "Δεν σκέφτηκες να γυρίσεις πίσω στην οικογένειά σου; Οι γονείς σου..." Ο Ντάριο ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Ήταν όμως ένα γέλιο πικρό, γεμάτο θυμό και ίσως λίγη απόγνωση. "Ωραίο ανέκδοτο" είπε. "Μην παριστάνεις την αφελή γιατί και οι δύο ξέρουμε καλά ότι δεν είσαι. Για τους γονείς μου πέθανα την ημέρα που με βρήκε η αστυνομία αναίσθητο δίπλα από το πτώμα του Ντονάτο Τσάβες. Ο μοναχογιός της αξιότιμης οικογένειας Αρισμέντι, γιος του μεγαλοδικηγόρου Μάριο Αρισμέντι και της Μαρσέλα Αρισμέντι της οικογένειας των Μοντενέγκρο καταδικάζεται για το φόνο διευθυντή τραπέζης εξαιτίας μιας..." Ο Ντάριο σταμάτησε απότομα και η Μέτσε τον κοίταξε θυμωμένη προκαλώντας τον να αποτελειώσει τη φράση του.
"Εξαιτίας μιας...; Ξέρεις καλά ότι κάποτε είχα πάρει την απόφαση ν'αλλάξω ζωή. Εσύ όμως κατάφερες να μου αλλάξεις γνώμη" τον κεραυνοβόλησε η Μέτσε, δεν είχε πια διάθεση να τον καλοπιάσει "Πιστεύεις πως δεν είχα τίποτα αγνό μέσα μου; Μια μικρή ελπίδα την είχα. Και φρόντισες να την κάψεις. Τότε κατάλαβα πόσο δίκιο είχε η Μαντάμ Καταλίνα όταν έλεγε να μην εμπιστεύομαι κανέναν. Κι αυτή καμμένη ήταν"
Ο Ντάριο την τράβηξε να σηκωθεί. Ήθελε να δει την αλήθεια στα μάτια της. "Αν σε κατέστρεψα εγώ, όπως με κατηγορείς, γιατί μου τηλεφώνησες εκείνη τη μέρα; Γιατί ζήτησες να σε σώσω από το τομάρι τον διευθυντή της τράπεζας; Εκτός αν..." έκανε μια παύση, προσπαθώντας να διαβάσει τη σκέψη της. Τον κοιτούσε με μια υπόνοια θλίψης. Μήπως δεν αλήθευαν όσα σκέφτηκε γι'αυτήν τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς στη φυλακή; Ίσως πάλι να υποκρινόταν τη θλιμμένη για να ξεφύγει. "Εκτός αν ήταν όλα μια καλοστημένη παγίδα!"
Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή η Μέτσε θέλησε να του πει την αλήθεια. Η υπερηφάνεια της όμως υπερίσχυσε. Άστον να σκέφτεται ό,τι θέλει! Δεν του αξίζει η αλήθεια. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να καταλάβει πόσο είχε υποφέρει εξαιτίας του. "Ας μιλήσουμε γι' αυτό που πραγματικά ήρθες" του είπε βάζοντας τέλος στις αμφιβολίες του. Μάζεψε το περιοδικό από το τραπεζάκι και του έτεινε τη σελίδα με το πρόσωπο του Gustavo Escalona. "Τι είναι αυτό;" τη ρώτησε ξαφνιασμένος.
"Αυτό που θέλουμε και οι δύο είναι χρήματα και αυτός ο άνδρας έχει πάρα πολλά. Αν συνεργαστούμε θα έχεις τα διπλά από αυτά που συμφωνήσαμε" του είπε χαμογελώντας.
O Ντάριο κάθισε παράμερα και άρχισε να επεξεργάζεται την εικόνα. Η Μέτσε ανάσανε με ανακούφιση κι έδιωξε το σύννεφο της θλίψης από τα βλέφαρα. Δεν ωφελεί σε τίποτα να σκαλίζεις τα περασμένα. Σημασία έχει τι θα γίνει από δω και μπρος. Ο Ντάριο χρειαζόταν επειγόντως χρήματα. Δεν είχε πού την κεφαλή κλίναι και σιγά μην έβρισκε δουλειά με το απολυτήριο της φυλακής. Η Μέτσε ήταν σίγουρη πως θα δεχόταν την προσφορά της.
"Μπορούμε να τον πλευρίσουμε μαζί. Θα εμφανιστείς ως αδερφός μου" του έκλεισε το μάτι.
Ο Ντάριο σήκωσε το κεφάλι από το περιοδικό. "Να σε εμπιστευτώ άραγε; Όσο ήμουν μέσα δεν ήρθες ούτε μία φορά να με δεις, πόσο μάλλον να μου στείλεις λεφτά, όπως μου είχες υποσχεθεί!"
Η Μέτσε τον πλησίασε, γονάτισε μπροστά του και του χάιδεψε τα γόνατα. "Τώρα είναι διαφορετικό. Η δουλειά πέφτει στους ώμους και των δύο. Ξέρεις ότι μπορείς να ξεσκεπάσεις αν δεν τηρήσω τη συμφωνία"
Ο Ντάριο έμεινε για λίγο σκεπτικός. Έπειτα σηκώθηκε ταυτόχρονα με τη Μέτσε και πήρε ένα ύφος έπαρσης. "Ωραία λοιπόν, δέχομαι. Πού ν'αφήσω τα πράγματά μου; Ένα σακίδιο είναι όλο κι όλο"
"Θα...θα μετακομίσεις εδώ;" τραύλισε εκείνη.
"Δεν με θέλεις, αδελφούλα;"
Η Μέτσε σώπασε να σκεφτεί. Η εισβολή στο αρχοντικό της δεν θα ήταν για πολύ. Σύντομα θα πήγαιναν στην εξοχή να βρουν τον Εσκαλόνα. Συμφώνησε ξεφυσώντας κι έστειλε τον Ντάριο να βολευτεί στον ξενώνα.
*****
Ήταν έξι η ώρα το πρωί όταν ο Γουστάβο αποφάσισε να σηκωθεί. Δεν είχε νόημα να παραμένει στο κρεβάτι και να προσπαθεί να κοιμηθεί. Παρά την κούραση που ένιωθε χθες το βράδυ με τις ατελείωτες δουλειές που είχε η φάρμα, κοιμήθηκε μόλις 4 ώρες και πέρασε άλλες 3 συλλογιζόμενος την αγαπημένη του Ινές, τον παιδικό του έρωτα και μετέπειτα σύζυγό του που η ζωή του πήρε τόσο άδικα πριν από 5 χρόνια. Πως μπόρεσε να σκεφτεί ότι θα βρισκόταν η γυναίκα που θα γέμιζε το κενό που του άφησε η απώλειά της; Και μάλιστα στο πρόσωπο της Καρολίνα, αυτής της άμυαλης - όπως αποδείχθηκε - μικρής που τώρα απολάμβανε τα φώτα της δημοσιότητας εξαιτίας της ιστορίας που είχε μαζί της. Σέλωσε το άλογό του και αποφάσισε να κάνει μια βόλτα.
Τα ζωηρά χρώματα της εξοχής και το γλυκό πρωινό άρωμα γαλήνεψαν την ψυχή του. Ξεπέζεψε και πλησίασε τον καταρράκτη. Άκουσε τον ήχο του νερού, πήρε βαθιά ανάσα, περπάτησε στη χλόη κι όταν έφτασε η ώρα για το πρωινό του, ανέβηκε πάλι στο άλογο. Μια ευχάριστη έκπληξη τον περίμενε στην επιστροφή. Η Λιλιάνα στεκόταν στην είσοδο του σπιτιού με τις βαλίτσες της.
"Πού χάθηκες πρωί πρωί, θείε Γουστάβο;" ρώτησε παιχνιδιάρικα και ρίχτηκε στην αγκαλιά του "Όταν έρχεσαι στο εξοχικόγίνεσαι άλλος άνθρωπος. Με τις κότες κοιμάσαι, με τους πετεινούς σηκώνεσαι!"
"Κι εσύ δεν πας πίσω, βλέπω" χαμογέλασε ο Γουστάβο. "Δεν περίμενα να σε βρω εδώ τέτοια ώρα"
"Πήρα το πρώτο λεωφορείο"
Ο Γουστάβο μετέφερε τις βαλίτσες της κοπέλας στο διάδρομο. "Οι γονείς σου ξέρουν άραγε γι' αυτήν την ξαφνική επίσκεψη;"
"Ω, μην ανησυχείς. Η αδελφούλα σου κι ο γαμπρούλης σου δεν θα είχαν καμιά αντίρρηση να έρχομαι στην εξοχή πότε πότε"
Της σέρβιρε το πρωινό που είχε φτιάξει από νωρίς η οικονόμος και μετά άρχισαν μέσω πειραγμάτων να τακτοποιούν τα πράγματα στο δωμάτιο που πάντα προτιμούσε η μικρή στις αιφνιδιαστικές της επισκέψεις.
Ο Γουστάβο χαμογελούσε στην πραγματικότητα όμως τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα. Χαιρόταν που έβλεπε την αγαπημένη του ανηψούλα αλλά εδώ και καιρό ένιωθε πως η αστείρευτη ενέργειά της τον αποσυντόνιζε. Παλιότερα ούτε τον κούραζε ούτε τον ενοχλούσε καθόλου. Τώρα η ζωή του όλη ήταν η εργασία στην φάρμα και οι δυσάρεστες σκέψεις που είχαν να κάνουν με τις δυο γυναίκες που η κάθεμια για διαφορετικούς λόγους άφησε στην ψυχή του το μελανό της στίγμα. Μήπως είχε παραμεγαλώσει; Μήπως απλώς του κόστιζε να επιστρέψει στην ζωή που ήταν πιο κοντά στην "κανονικότητα" των περισσότερων ανθρώπων, στην ζωή που δεν περιλάμβανε μόνο δουλειές και μαύρες σκέψεις;
*****
Την ίδια στιγμή, περίπου 2 χιλιόμετρα βορειότερα, η Μέτσε και ο Ντάριο έμπαιναν στο σαλόνι ενός παλιού αρχοντικού. Ο Ντάριο στάθηκε και το κοιτούσε σαν υπνωτισμένος. "Τι κάθεσαι έτσι; Βοήθησέ με να ξεφορτώσουμε τις βαλίτσες" του φώναξε η Μέτσε. "Μοιάζει τόσο με το πατρικό μου" σκέφτηκε μελαγχολικά ο Ντάριο καθώς το βλέμμα του έπεφτε στο μεγάλο τζάκι. "Στη μητέρα μου άρεσε να κάθεται..." αλλά ένα χτύπημα στον ώμο διέκοψε βίαια τις σκέψεις του. "Σου μιλάω Ντάριο! Δεν μ' ακούς; Έλα να ξεφορτώσουμε τις βαλίτσες!" "Υποτίθεται ότι κάποιος θα ήταν εδώ γι' αυτή τη δουλειά!" της απάντησε ενοχλημένος. "Αυτή η κυρία που σου νοίκιασε το σπίτι δεν μου είπες ότι σου άφησε και προσωπικό;" "Χοσέ; Εσύ είσαι άχρηστε;" ακούστηκε μια διαπεραστική, γυναικεία φωνή και έκανε την εμφάνισή της μια μεσήλικη γυναίκα με ποδιά και μια κουτάλα στο χέρι. Μόλις είδε τη Μέτσε και τον Ντάριο αμέσως έφυγε η αγριεμένη έκφραση από το πρόσωπό της και προσπάθησε να διορθώσει λίγο τα μαλλιά της. "Καλημέρα σας" είπε αμήχανα. "Καλά άκουσα ότι κάποιος ήρθε. Ασφαλώς θα είστε ο κ. Μοντέρο" είπε απευθυνόμενη στον Ντάριο που της φάνηκε πιο προσιτός. "Μάλιστα κυρία μου. Είμαι ο Εντουάρντο Μοντέρο και από δω η αδερφή μου Βικτόρια" της αποκρίθηκε διασκεδάζοντας λίγο με την αμηχανία της.
"Σας περιμέναμε, κοπιάστε, κοπιάστε..." χαμογέλασε η γυναίκα "Είμαι η Χασίντα και φροντίζω τούτο το σπίτι. Σας ετοιμάζω ένα γεύμα που θα γλείφετε τα δάχτυλά σας! Ώσπου να τακτοποιηθείτε, θα έχω στρωμένο το τραπέζι. Θα πεινάτε σίγουρα μιας κι έρχεστε από μακριά" είπε μονοκοπανιά και παίρνοντας μια ανάσα, "Βλέπω, κουβαλάτε μπόλικο νοικοκυριό. Έπρεπε να 'ναι δω αυτός ο ανεπρόκοπος! Μη σας νοιάζει, όμως, μόλις γυρίσει θα τον βάλω να σας ανεβάσει τις βαλίτσες στα δωμάτια. Να σας φτιάξω έναν καφέ;"
Ο Ντάριο αρνήθηκε ευγενικά και στράφηκε στη Μέτσε "Δεν είναι όμορφο μέρος, αδερφούλα;"
"Το ομορφότερο που θα μπορούσαμε να βρούμε σ'αυτήν τη μεσαιωνική εξορία"
Ο Ντάριο κοίταξε τη Χασίντα που τα έχασε για μια στιγμή κι έριξε μια επικριτική ματιά στη Μέτσε, που δάγκωσε τα χείλη της. Μα δεν είχαν συμφωνήσει να παραστήσουν τους εραστές της εξοχής για να πειστεί το θήραμα να τους δεχτεί; Στο κάτω κάτω, ξέχασε η Μέτσε την καταγωγή της και φερόταν με τόσο σνομπισμό; Από ένα χωριό ξεχασμένο κι από το Θεό την τράβηξε η μαντάμ Καταλίνα.
Σε λίγο κατέφτασε ο Χοσέ. Είχε το πρόσωπο εύθυμου χωρικού, τα τραχά χέρια του αγρότη και το καουμπόικο καπέλο των ανδρών της περιοχής. Συστήθηκε γελαστός κι ανέλαβε να ανεβάσει τις βαλίτσες υπό τα γρυλίσματα της γυναίκας του. Οι φιλοξενούμενοι αποσύρθηκαν στα δωμάτιά τους.
Η Μέτσε λούστηκε, άλλαξε ρούχα κι έπιασε να στεγνώσει τα μαλλιά της. Ο Ντάριο μπήκε στο δωμάτιό της σφυρίζοντας. "Συμπαθητικό το προσωπικό" είπε, παίζοντας με την κουνουπιέρα του κρεβατιού, "Και πολυλογάδες. Δεν θα δυσκολευτούμε να μάθουμε ολόκληρο το βιογραφικό του γελαδάρη σου. Ούτε θ' αργήσουν να διαδώσουν στο χωριό την άφιξή μας"
Εκείνη κάθισε στην μικρή μπορντό πολυθρόνα όπως θα καθόταν μια αυτοκράτειρα στον θρόνο της.
-Εκ πρώτης όψεως ο Γουστάβο φαίνεται εύκολος στόχος. Από την μικρή μου έρευνα προκύπτει ότι αν και πάμπλουτος δεν έχει σχέση με κομπίνες και βρώμικο χρήμα, απάντησε η Μέτσε με ύφος υψηλόβαθμου στελέχους πολυεθνικής έτοιμο να εξηγήσει στους υφισταμένους την στρατηγική της εταιρείας. Μοιάζει πολύ αθώος, σχεδόν αγνός... Όμως, κανόνας πρώτος, δεν υποτιμάμε ποτέ τον αντίπαλο, ούτε τις συνθήκες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πανωλεθρία.
Ο Ντάριο για μια στιγμή έστρεψε το βλέμμα του από εκείνη την γυναίκα που μόλις χθες τον έτρεμε και σήμερα πάλι κινούσε τα νήματα, η δύναμη που ασκούσε πάνω του ήταν τρομακτική.
-Δεν σε πιστεύω, είμαι σίγουρος πως τον έχεις ήδη καταγράψει στον μακρύ κατάλογο των θυμάτων σου, είπε κοιτάζοντάς την και πάλι στα μάτια. Κι εγώ δεν ξέρω αν θα έπρεπε να είμαι με το μέρος σου ή να προσεγγίσω το θύμα ως... συνάδελφος, συνέχισε μ' ένα χαμόγελο.
-Ας πάμε λοιπόν και στον δεύτερο κανόνα. Αφήνουμε πίσω το παρελθόν. Εγώ δεν θα είχα φτάσει ποτέ εκεί που έφτασα αν δεν το ξεπερνούσα.
Σηκώθηκε και τον ακούμπησε τρυφερά στο περίγραμμα του προσώπου.
-Μην αφήνεις την πίκρα να σε επηρεάζει καλέ μου. Και οι δυο έχουμε να κερδίσουμε από αυτή την ιστορία. Αν μάλιστα φερθείς έξυπνα, έχεις να κερδίσεις κάτι πολύ παραπάνω από το μερίδιό σου. Την οικονομική εξασφάλιση κι ευημερία εφ' όρου ζωής!
“Τι έχεις στο μυαλό σου Μέτσε;” Τη ρώτησε κοιτώντας την καχύποπτα. “ΒΙ-ΚΤΟ-ΡΙ-Α!! Είμαι η Βικτόρια και είσαι ο Εντουάρντο. Ακόμα κι όταν είμαστε μόνοι μας θα χρησιμοποιούμε τα καινούργια μας ονόματα. Δεν ξέρεις ότι και οι τοίχοι έχουν αυτιά;” “Καλά!” Έκανε εκείνος ανυπόμονα. “Τι έχεις στο μυαλό σου αδερφουλα;” “Οτί θα μπορούσες να κάνεις πολύ ενδιαφέρουσες γνωριμίες από τον κύκλο του Γουστάβο όσο εγώ θα ασχολούμαι μαζί του. Και που ξέρεις... μπορεί και έναν πολύ καλό γάμο.” Την κοίταξε εμβρόντητος. Τι; Τώρα τον παντρολογούσε κι από πάνω;
-Τι νομίζεις πως νοσταλγώ την φυλακή, πως δεν βλέπω την ώρα να ξανασαπίσω εκεί μέσα; απάντησε νευρικά. Για σένα βέβαια θα είναι εύκολο να ξαπλώνεις με αυτόν τον χωριάτη και να παίρνεις ως αντάλλαγμα κοσμήματα και ακίνητα. Εγώ πώς θα παντρευτώ ως Εντουάρντο;  
-Αν δε χαλαρώσεις λίγο φυσικά και δε θα παντρευτείς, δε θα φτάσεις πουθενά. Αν δε ζήσεις και ο ίδιος σε ένα βαθμό το παραμύθι δεν πρόκειται να πείσεις. Κι έπειτα τι νόμιζες, πως τα οργανώνω όλα μόνη μου όλα αυτά τα χρόνια; Υπάρχουν οι φύλακες άγγελοί μου που με βοηθούν. Ψεύτικοι δεν είναι μόνο οι έρωτές μου, έχω ψεύτικο περίγυρο, ψεύτικους αριστοκράτες συγγενείς... Άνοιξε το πάνω συρτάρι του κομψού κομοδίνου. Ορίστε, είπε δίνοντας του δυο φρεσκοτυπωμένα διαβατήρια. Ούτε ο πιο έμπειρος ερευνητής της αστυνομίας δε θα καταλάβαινε ότι είναι πλαστά. Είμαστε πια ο Εντουάρντο και η Βικτόρια.
****
«Εντουάρντο και Βικτόρια Μοντέρο;» Όχι, δεν τους έχω ξανακούσει. Και πότε ήρθαν Ελβίρα;» ρώτησε η Λιλιάνα καθώς βοηθούσε την οικονόμο του σπιτιού του Γουστάβο να διπλώσει κάτι σεντόνια. «Σήμερα το πρωί. Νοίκιασαν το αρχοντικό της δόνια Κλορίντα για το καλοκαίρι» «Και πως είναι αυτοί;» «Από τα λίγα που μου είπε ο Χοσέ η κοπέλα φαίνεται λίγο ξιπασμένη αλλά ο αδερφός της είναι πολύ ευγενικός» «Και όμορφος;» «Και τι σ’ ενδιαφέρει αυτό μικρή μου;» «Δεν μ’ ενδιαφέρει, κουβέντα να γίνεται» απάντησε η Λιλιάνα δήθεν αδιάφορα αλλά η Ελβίρα είδε τη λάμψη στα μάτια της. «Πόσο γρήγορα μεγαλώνουν τα παιδιά» σκέφτηκε καθώς παρατηρούσε πιο προσεκτικά τη Λιλιάνα.
Πριν προλάβουν να πουν κάτι άλλο, ο Γουστάβο άνοιξε την πόρτα.
-Τι κάνετε εδώ;
-Μιλούσαμε για την Βικτόρια και τον Εντουάρντο Μοντέρο που έχουν νοικιάσει το αρχοντικό της δόνια Κλορίντα, εσύ γνωρίζεις κάτι γι αυτούς θειούλη;  
-Όχι, θα είναι καινούργιοι στην περιοχή. Βλέπω αρχίσατε ήδη τον κοινωνικό σχολιασμό, συνέχισε πειραχτικά ο Γουστάβο.
-Γιατί όχι, τα νέα είναι για να μαθαίνονται και φυσικά να σχολιάζονται, απάντησε χωρίς να πτοείται η Λιλιάνα. Δεν ξέρουμε ακόμα τίποτα σημαντικό αλλά αύριο στην γιορτή των Λεκορνέ θα τα μάθουμε όλα. Εσύ θα φορέσεις το πιο καλό σου κουστούμι και θα κόψεις λίγο τα μαλλιά, πρόσθεσε περνώντας τα χέρια της ανάμεσά τους. Θα είσαι πιο ωραίος έτσι.
-Μα Λιλιάνα... έχω...
-Δεν έχεις τίποτα. Και μη διανοηθείς σήμερα και αύριο να περάσεις όλο τον χρόνο σου με άλογα και γελάδια, σε θέλω όμορφο και φρέσκο για εκείνο το βράδυ. Είναι καιρός να αρχίσεις να βγαίνεις, να γνωρίζεις κόσμο... πέρα από τις γηραιές κυρίες των φιλανθρωπικών γκαλά εννοώ.

_________________
Συνέχισε την ιστορία...  Image16
Back to top Go down
https://thlenouvelotrela.forumgreek.com
Άσχετη

Άσχετη


Posts : 76
Join date : 2015-08-13

Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  EmptySun Dec 13, 2015 10:27 pm

Εκείνο το απόγευμα η ζέστη ήταν αποπνιχτική και η Μέτσε ήθελε μόνο να μένει στην αιώρα με το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε με αρκετό ενδιαφέρον ενώ το μακρύ της πόδι χάιδευε τα κεραμιδί πλακάκια της βεράντας. Επιτέλους, είχε ανάγκη από λίγη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αποτυχία της τελευταίας επιχείρησης. Ο Αλβάρο Μπεναβίδες ήταν δυνατός στόχος. Ώριμος, γοητευτικός, χήρος χωρίς υποχρεώσεις και προ παντός εφοπλιστής. Η Μέτσε μπορούσε να τον τυλίξει με τα θέλγητρα που απέκτησε σπουδάζοντας κοντά στη μαντάμ Καταλίνα, και τα οποία είχαν ρίξει νωρίτερα πολλούς με πλούσια τα ελέη. Όπως της δίδαξε η καπάτσα μαντάμ, αντί να ιδρώνει στις πιο άθλιες συνθήκες, κι αφού η φύση της χάρισε σπάνια ομορφιά - ως αποζημίωση για την οικτρή φτώχεια - μπορούσε να ζει κατά διαστήματα σε βίλες και εξοχικά πείθοντας τους ιδιοκτήτες τους για την διψασμένη της καρδιά. Το παραμύθι ήταν πάντοτε το ίδιο με μικρές αλλαγές. Χρειάστηκε να πει πολλές φορές το ποίημα από τα δεκαοχτώ ως τα τριάντα, καθώς η μαντάμ Καταλίνα της άφησε ευχή και κατάρα να μη δεσμευτεί με κανένα. Σ' αυτό το διάστημα, έφτιαξε μια μικρή περιουσία από κοσμήματα. Και πάνω που έλεγε να συμπληρώσει τη συλλογή της με μια σειρά από γαλάζια διαμάντια...η σύζυγος του Αλβάρο σηκώθηκε από τον τάφο. Τι κάθαρμα! Πώς αφήνουν ελεύθερους τέτοιους απατεώνες, σκεφτόταν η Μέτσε, εξετάζοντας τις φωτογραφίες στην κοσμική στήλη, για να βρει το επόμενο θήραμα.
Θα προσπερνούσε τις φωτογραφίες του φιλανθρωπικού γκαλά, στο οποίο παρευρίσκονταν κατά 99% κάτι γηραιές κυρίες όταν έπεσε το βλέμμα της στον Γουστάβο Εσκαλόνα που ίσα που φαινόταν σε μια γωνίτσα μίας από αυτές. Αυτό ήταν! Πάμπλουτος, ωραίος, χήρος, πρόσφατα απατημένος (και αυτό το γνώριζαν όλοι) ... Θα περνούσαν μαζί τον καιρό τους παρηγορώντας ο ένας τον άλλον για την έλλειψη ειλικρίνειας και την εξαπάτηση των πρώην τους.
Κύκλωσε το πρόσωπο του Γουστάβο, σαν υπενθύμιση του στόχου της, κι άφησε το περιοδικό στο τραπεζάκι. Σηκώθηκε από την αιώρα κι έτρεξε στο λουτρό. Δεν ήταν ώρα για χασομέρι, ο καλός στρατιώτης φροντίζει το όπλο του και ρίχνεται στη μάχη με την πρώτη ευκαιρία. Βυθισμένη στους αφρούς, με το ακουστικό ανά χείρας, μάζεψε όσες πληροφορίες μπορούσε. Οι γνωριμίες είναι ανεκτίμητες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όλες οι εμπόλεμες δυνάμεις διαθέτουν δίκτυο κατασκόπων. Ο Γουστάβο Εσκαλόνα, λοιπόν, είχε μια φάρμα στην εξοχή για να χαλαρώνει και να γεμίζει τις μπαταρίες του. Κάποιοι συλλέγουν γραμματόσημα, άλλοι άλογα και κατσίκια. Οι δεύτεροι δεν έχουν γούστο, σκέφτηκε η Μέτσε, μα το πορτοφόλι τους είναι αυτό που μετράει.
Είχε μόλις βγει απ' την μπανιέρα -δεν είχε προλάβει να ρίξει μια πετσέτα πάνω της, όταν άκουσε να χτυπά το κουδούνι. Παρά την επιμονή του απρόσκλητου επισκέπτη ντύθηκε και χτενίστηκε αργά και με την ίδια νωχελικότητα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Ανοίγοντας, τα μάτια της αντίκρισαν ένα πρόσωπο που δεν περίμενε να δει και γούρλωσαν τόσο ώστε θύμιζε γιαπωνέζικο καρτούν. Laughing
"Ντ..Ντάριο;" ψιθύρισε.
"Νόμιζες πως δεν θα σ'έβρισκα;" χαμογέλασε σαρδόνια ο επισκέπτης.
Η Μέτσε έσπρωξε την πόρτα αλλά ο Ντάριο πρόλαβε να βάλει το πόδι του. Ήταν αρκετά δυνατός και ήξερε πως τώρα ήταν αδύνατο να τον εμποδίσει να εισβάλει. Τράβηξε πίσω τις τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο και κορδώθηκε προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία.
"Πώς από δω;" τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια.
Ο Ντάριο δεν απάντησε. Έριξε μερικές ματιές στο χώρο, εντόπισε ένα ασημένιο αλογάκι στο τραπεζάκι του χωλ και βάλθηκε να το περιεργάζεται. Εκείνη τη στιγμή η Μέτσε τρόμαξε πραγματικά. Το άρπαξε από τα χέρια του, το έριξε στη βαθιά πολυθρόνα και κάθισε πάνω του με την ελπίδα να το σώσει.
"Θα σου έλεγα να μείνεις για ένα ποτό αλλά δεν έχω χρόνο, Ντάριο. Ετοιμαζόμουν να βγω" χαριτολόγησε.
Ο Ντάριο στράφηκε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο σχισμές.
"Προτού πληρώσεις, δεν έχεις να πας πουθενά" δήλωσε.
"Χαλάρωσε λίγο Ντάριο, μου φαίνεσαι κουρασμένος" είπε η Μέτσε και άπλωσε το χέρι της για να του χαϊδέψει το μάγουλο αλλά εκείνος της έπιασε δυνατά τον καρπό.
"Δεν ήρθα για να χαλαρώσω αλλά για να μου δώσεις αυτά που είχαμε συμφωνήσει"
"Κάθαρμα" σκέφτηκε η Μέτσε. Και να σκεφτείς ότι κάποτε... "Όχι!" σκέφτηκε. Δεν ήταν η ώρα για να τα σκέφτεται αυτά. Δεν είχε νόημα να συλλογίζεται τη μοναδική φορά που αγνόησε τις συμβουλές της Μαντάμ Καταλίνα και πίστεψε σε κάτι αγνό. Ως πότε θα πλήρωνε αυτό το λάθος της εφηβείας της που στεκόταν τώρα μπροστά της; Αυτό που προείχε ήταν να τον διώξει από το διαμέρισμά της και μετά να κάτσει να σκεφτεί ένα καινούργιο σχέδιο για να απαλλαγεί από αυτόν και τους εκβιασμούς του.
"Δεν γίνεται να μιλήσουμε όταν κάνεις σαν τρελός. Ας ηρεμήσουμε πρώτα" του είπε και προχώρησε στην κάβα.
Νιώθοντας τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, γέμισε δυο ποτήρια με γλυκό αγουαρδιέντε και με κινήσεις που θα ζήλευε ταχυδακτυλουργός, φρόντισε να ρίξει στο ένα από αυτά την ακριβή σκόνη που φύλαγε στο δαχτυλίδι της. Όταν έχεις μαθητεύσει δίπλα στη μαντάμ Καταλίνα, μπορείς να κοροϊδέψεις τον αντίπαλο μπροστά του, μονολόγησε από μέσα της.
Όχι τον Ντάριο όμως.
"Έχεις εμπιστοσύνη στις ικανότητές σου, έτσι; Σαν την παλάμη του χεριού μου σε ξέρω,καταραμένη" της είπε μόλις του έτεινε το ποτήρι. Το άρπαξε απ'το χέρι της και το κοπάνησε στο πάτωμα. Κρύος ιδρώτας έλουσε τη Μέτσε. "Για να δούμε! Κλάψε για το χαμένο σου κρύσταλλο να φανεί ποιά είσαι!" Βλέποντάς τη ακίνητη σαν άγαλμα, την άρπαξε από τα μπράτσα και την έφερε αντιμέτωπη με το φλογισμένο του πρόσωπο. "Δεύτερη φορά δεν την πατάει ο Ντάριο Αρισμέντι"
Η Μέτσε δεν άντεξε άλλο. Ελευθερώθηκε καταφέρνοντας μια κλωτσιά στο καλάμι κι έπεσε στο πάτωμα να μαζέψει τα θραύσματα. Κυρίως για να μη φανούν τα δάκρυα. "Πότε βγήκες;" ρώτησε, συγκρατώντας ένα λυγμό.
"Το χειμώνα. Ήθελες να με κρατήσουν παραπάνω; Δεν έφτασαν δέκα χρόνια;"
"Έφτασαν"
"Εγώ πλήρωσα,λοιπόν. Σειρά σου τώρα"
Γνωρίζοντας ήδη την απάντηση αλλά μη μπορώντας να βρει κάτι άλλο να πει και προσπαθώντας να κερδίσει κι άλλο χρόνο η Μέτσε τον ρώτησε "Δεν σκέφτηκες να γυρίσεις πίσω στην οικογένειά σου; Οι γονείς σου..." Ο Ντάριο ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Ήταν όμως ένα γέλιο πικρό, γεμάτο θυμό και ίσως λίγη απόγνωση. "Ωραίο ανέκδοτο" είπε. "Μην παριστάνεις την αφελή γιατί και οι δύο ξέρουμε καλά ότι δεν είσαι. Για τους γονείς μου πέθανα την ημέρα που με βρήκε η αστυνομία αναίσθητο δίπλα από το πτώμα του Ντονάτο Τσάβες. Ο μοναχογιός της αξιότιμης οικογένειας Αρισμέντι, γιος του μεγαλοδικηγόρου Μάριο Αρισμέντι και της Μαρσέλα Αρισμέντι της οικογένειας των Μοντενέγκρο καταδικάζεται για το φόνο διευθυντή τραπέζης εξαιτίας μιας..." Ο Ντάριο σταμάτησε απότομα και η Μέτσε τον κοίταξε θυμωμένη προκαλώντας τον να αποτελειώσει τη φράση του.
"Εξαιτίας μιας...; Ξέρεις καλά ότι κάποτε είχα πάρει την απόφαση ν'αλλάξω ζωή. Εσύ όμως κατάφερες να μου αλλάξεις γνώμη" τον κεραυνοβόλησε η Μέτσε, δεν είχε πια διάθεση να τον καλοπιάσει "Πιστεύεις πως δεν είχα τίποτα αγνό μέσα μου; Μια μικρή ελπίδα την είχα. Και φρόντισες να την κάψεις. Τότε κατάλαβα πόσο δίκιο είχε η Μαντάμ Καταλίνα όταν έλεγε να μην εμπιστεύομαι κανέναν. Κι αυτή καμμένη ήταν"
Ο Ντάριο την τράβηξε να σηκωθεί. Ήθελε να δει την αλήθεια στα μάτια της. "Αν σε κατέστρεψα εγώ, όπως με κατηγορείς, γιατί μου τηλεφώνησες εκείνη τη μέρα; Γιατί ζήτησες να σε σώσω από το τομάρι τον διευθυντή της τράπεζας; Εκτός αν..." έκανε μια παύση, προσπαθώντας να διαβάσει τη σκέψη της. Τον κοιτούσε με μια υπόνοια θλίψης. Μήπως δεν αλήθευαν όσα σκέφτηκε γι'αυτήν τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς στη φυλακή; Ίσως πάλι να υποκρινόταν τη θλιμμένη για να ξεφύγει. "Εκτός αν ήταν όλα μια καλοστημένη παγίδα!"
Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή η Μέτσε θέλησε να του πει την αλήθεια. Η υπερηφάνεια της όμως υπερίσχυσε. Άστον να σκέφτεται ό,τι θέλει! Δεν του αξίζει η αλήθεια. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να καταλάβει πόσο είχε υποφέρει εξαιτίας του. "Ας μιλήσουμε γι' αυτό που πραγματικά ήρθες" του είπε βάζοντας τέλος στις αμφιβολίες του. Μάζεψε το περιοδικό από το τραπεζάκι και του έτεινε τη σελίδα με το πρόσωπο του Gustavo Escalona. "Τι είναι αυτό;" τη ρώτησε ξαφνιασμένος.
"Αυτό που θέλουμε και οι δύο είναι χρήματα και αυτός ο άνδρας έχει πάρα πολλά. Αν συνεργαστούμε θα έχεις τα διπλά από αυτά που συμφωνήσαμε" του είπε χαμογελώντας.
O Ντάριο κάθισε παράμερα και άρχισε να επεξεργάζεται την εικόνα. Η Μέτσε ανάσανε με ανακούφιση κι έδιωξε το σύννεφο της θλίψης από τα βλέφαρα. Δεν ωφελεί σε τίποτα να σκαλίζεις τα περασμένα. Σημασία έχει τι θα γίνει από δω και μπρος. Ο Ντάριο χρειαζόταν επειγόντως χρήματα. Δεν είχε πού την κεφαλή κλίναι και σιγά μην έβρισκε δουλειά με το απολυτήριο της φυλακής. Η Μέτσε ήταν σίγουρη πως θα δεχόταν την προσφορά της.
"Μπορούμε να τον πλευρίσουμε μαζί. Θα εμφανιστείς ως αδερφός μου" του έκλεισε το μάτι.
Ο Ντάριο σήκωσε το κεφάλι από το περιοδικό. "Να σε εμπιστευτώ άραγε; Όσο ήμουν μέσα δεν ήρθες ούτε μία φορά να με δεις, πόσο μάλλον να μου στείλεις λεφτά, όπως μου είχες υποσχεθεί!"
Η Μέτσε τον πλησίασε, γονάτισε μπροστά του και του χάιδεψε τα γόνατα. "Τώρα είναι διαφορετικό. Η δουλειά πέφτει στους ώμους και των δύο. Ξέρεις ότι μπορείς να ξεσκεπάσεις αν δεν τηρήσω τη συμφωνία"
Ο Ντάριο έμεινε για λίγο σκεπτικός. Έπειτα σηκώθηκε ταυτόχρονα με τη Μέτσε και πήρε ένα ύφος έπαρσης. "Ωραία λοιπόν, δέχομαι. Πού ν'αφήσω τα πράγματά μου; Ένα σακίδιο είναι όλο κι όλο"
"Θα...θα μετακομίσεις εδώ;" τραύλισε εκείνη.
"Δεν με θέλεις, αδελφούλα;"
Η Μέτσε σώπασε να σκεφτεί. Η εισβολή στο αρχοντικό της δεν θα ήταν για πολύ. Σύντομα θα πήγαιναν στην εξοχή να βρουν τον Εσκαλόνα. Συμφώνησε ξεφυσώντας κι έστειλε τον Ντάριο να βολευτεί στον ξενώνα.
*****
Ήταν έξι η ώρα το πρωί όταν ο Γουστάβο αποφάσισε να σηκωθεί. Δεν είχε νόημα να παραμένει στο κρεβάτι και να προσπαθεί να κοιμηθεί. Παρά την κούραση που ένιωθε χθες το βράδυ με τις ατελείωτες δουλειές που είχε η φάρμα, κοιμήθηκε μόλις 4 ώρες και πέρασε άλλες 3 συλλογιζόμενος την αγαπημένη του Ινές, τον παιδικό του έρωτα και μετέπειτα σύζυγό του που η ζωή του πήρε τόσο άδικα πριν από 5 χρόνια. Πως μπόρεσε να σκεφτεί ότι θα βρισκόταν η γυναίκα που θα γέμιζε το κενό που του άφησε η απώλειά της; Και μάλιστα στο πρόσωπο της Καρολίνα, αυτής της άμυαλης - όπως αποδείχθηκε - μικρής που τώρα απολάμβανε τα φώτα της δημοσιότητας εξαιτίας της ιστορίας που είχε μαζί της. Σέλωσε το άλογό του και αποφάσισε να κάνει μια βόλτα.
Τα ζωηρά χρώματα της εξοχής και το γλυκό πρωινό άρωμα γαλήνεψαν την ψυχή του. Ξεπέζεψε και πλησίασε τον καταρράκτη. Άκουσε τον ήχο του νερού, πήρε βαθιά ανάσα, περπάτησε στη χλόη κι όταν έφτασε η ώρα για το πρωινό του, ανέβηκε πάλι στο άλογο. Μια ευχάριστη έκπληξη τον περίμενε στην επιστροφή. Η Λιλιάνα στεκόταν στην είσοδο του σπιτιού με τις βαλίτσες της.
"Πού χάθηκες πρωί πρωί, θείε Γουστάβο;" ρώτησε παιχνιδιάρικα και ρίχτηκε στην αγκαλιά του "Όταν έρχεσαι στο εξοχικόγίνεσαι άλλος άνθρωπος. Με τις κότες κοιμάσαι, με τους πετεινούς σηκώνεσαι!"
"Κι εσύ δεν πας πίσω, βλέπω" χαμογέλασε ο Γουστάβο. "Δεν περίμενα να σε βρω εδώ τέτοια ώρα"
"Πήρα το πρώτο λεωφορείο"
Ο Γουστάβο μετέφερε τις βαλίτσες της κοπέλας στο διάδρομο. "Οι γονείς σου ξέρουν άραγε γι' αυτήν την ξαφνική επίσκεψη;"
"Ω, μην ανησυχείς. Η αδελφούλα σου κι ο γαμπρούλης σου δεν θα είχαν καμιά αντίρρηση να έρχομαι στην εξοχή πότε πότε"
Της σέρβιρε το πρωινό που είχε φτιάξει από νωρίς η οικονόμος και μετά άρχισαν μέσω πειραγμάτων να τακτοποιούν τα πράγματα στο δωμάτιο που πάντα προτιμούσε η μικρή στις αιφνιδιαστικές της επισκέψεις.
Ο Γουστάβο χαμογελούσε στην πραγματικότητα όμως τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα. Χαιρόταν που έβλεπε την αγαπημένη του ανηψούλα αλλά εδώ και καιρό ένιωθε πως η αστείρευτη ενέργειά της τον αποσυντόνιζε. Παλιότερα ούτε τον κούραζε ούτε τον ενοχλούσε καθόλου. Τώρα η ζωή του όλη ήταν η εργασία στην φάρμα και οι δυσάρεστες σκέψεις που είχαν να κάνουν με τις δυο γυναίκες που η κάθεμια για διαφορετικούς λόγους άφησε στην ψυχή του το μελανό της στίγμα. Μήπως είχε παραμεγαλώσει; Μήπως απλώς του κόστιζε να επιστρέψει στην ζωή που ήταν πιο κοντά στην "κανονικότητα" των περισσότερων ανθρώπων, στην ζωή που δεν περιλάμβανε μόνο δουλειές και μαύρες σκέψεις;
*****
Την ίδια στιγμή, περίπου 2 χιλιόμετρα βορειότερα, η Μέτσε και ο Ντάριο έμπαιναν στο σαλόνι ενός παλιού αρχοντικού. Ο Ντάριο στάθηκε και το κοιτούσε σαν υπνωτισμένος. "Τι κάθεσαι έτσι; Βοήθησέ με να ξεφορτώσουμε τις βαλίτσες" του φώναξε η Μέτσε. "Μοιάζει τόσο με το πατρικό μου" σκέφτηκε μελαγχολικά ο Ντάριο καθώς το βλέμμα του έπεφτε στο μεγάλο τζάκι. "Στη μητέρα μου άρεσε να κάθεται..." αλλά ένα χτύπημα στον ώμο διέκοψε βίαια τις σκέψεις του. "Σου μιλάω Ντάριο! Δεν μ' ακούς; Έλα να ξεφορτώσουμε τις βαλίτσες!" "Υποτίθεται ότι κάποιος θα ήταν εδώ γι' αυτή τη δουλειά!" της απάντησε ενοχλημένος. "Αυτή η κυρία που σου νοίκιασε το σπίτι δεν μου είπες ότι σου άφησε και προσωπικό;" "Χοσέ; Εσύ είσαι άχρηστε;" ακούστηκε μια διαπεραστική, γυναικεία φωνή και έκανε την εμφάνισή της μια μεσήλικη γυναίκα με ποδιά και μια κουτάλα στο χέρι. Μόλις είδε τη Μέτσε και τον Ντάριο αμέσως έφυγε η αγριεμένη έκφραση από το πρόσωπό της και προσπάθησε να διορθώσει λίγο τα μαλλιά της. "Καλημέρα σας" είπε αμήχανα. "Καλά άκουσα ότι κάποιος ήρθε. Ασφαλώς θα είστε ο κ. Μοντέρο" είπε απευθυνόμενη στον Ντάριο που της φάνηκε πιο προσιτός. "Μάλιστα κυρία μου. Είμαι ο Εντουάρντο Μοντέρο και από δω η αδερφή μου Βικτόρια" της αποκρίθηκε διασκεδάζοντας λίγο με την αμηχανία της.
"Σας περιμέναμε, κοπιάστε, κοπιάστε..." χαμογέλασε η γυναίκα "Είμαι η Χασίντα και φροντίζω τούτο το σπίτι. Σας ετοιμάζω ένα γεύμα που θα γλείφετε τα δάχτυλά σας! Ώσπου να τακτοποιηθείτε, θα έχω στρωμένο το τραπέζι. Θα πεινάτε σίγουρα μιας κι έρχεστε από μακριά" είπε μονοκοπανιά και παίρνοντας μια ανάσα, "Βλέπω, κουβαλάτε μπόλικο νοικοκυριό. Έπρεπε να 'ναι δω αυτός ο ανεπρόκοπος! Μη σας νοιάζει, όμως, μόλις γυρίσει θα τον βάλω να σας ανεβάσει τις βαλίτσες στα δωμάτια. Να σας φτιάξω έναν καφέ;"
Ο Ντάριο αρνήθηκε ευγενικά και στράφηκε στη Μέτσε "Δεν είναι όμορφο μέρος, αδερφούλα;"
"Το ομορφότερο που θα μπορούσαμε να βρούμε σ'αυτήν τη μεσαιωνική εξορία"
Ο Ντάριο κοίταξε τη Χασίντα που τα έχασε για μια στιγμή κι έριξε μια επικριτική ματιά στη Μέτσε, που δάγκωσε τα χείλη της. Μα δεν είχαν συμφωνήσει να παραστήσουν τους εραστές της εξοχής για να πειστεί το θήραμα να τους δεχτεί; Στο κάτω κάτω, ξέχασε η Μέτσε την καταγωγή της και φερόταν με τόσο σνομπισμό; Από ένα χωριό ξεχασμένο κι από το Θεό την τράβηξε η μαντάμ Καταλίνα.
Σε λίγο κατέφτασε ο Χοσέ. Είχε το πρόσωπο εύθυμου χωρικού, τα τραχά χέρια του αγρότη και το καουμπόικο καπέλο των ανδρών της περιοχής. Συστήθηκε γελαστός κι ανέλαβε να ανεβάσει τις βαλίτσες υπό τα γρυλίσματα της γυναίκας του. Οι φιλοξενούμενοι αποσύρθηκαν στα δωμάτιά τους.
Η Μέτσε λούστηκε, άλλαξε ρούχα κι έπιασε να στεγνώσει τα μαλλιά της. Ο Ντάριο μπήκε στο δωμάτιό της σφυρίζοντας. "Συμπαθητικό το προσωπικό" είπε, παίζοντας με την κουνουπιέρα του κρεβατιού, "Και πολυλογάδες. Δεν θα δυσκολευτούμε να μάθουμε ολόκληρο το βιογραφικό του γελαδάρη σου. Ούτε θ' αργήσουν να διαδώσουν στο χωριό την άφιξή μας"
Εκείνη κάθισε στην μικρή μπορντό πολυθρόνα όπως θα καθόταν μια αυτοκράτειρα στον θρόνο της.
-Εκ πρώτης όψεως ο Γουστάβο φαίνεται εύκολος στόχος. Από την μικρή μου έρευνα προκύπτει ότι αν και πάμπλουτος δεν έχει σχέση με κομπίνες και βρώμικο χρήμα, απάντησε η Μέτσε με ύφος υψηλόβαθμου στελέχους πολυεθνικής έτοιμο να εξηγήσει στους υφισταμένους την στρατηγική της εταιρείας. Μοιάζει πολύ αθώος, σχεδόν αγνός... Όμως, κανόνας πρώτος, δεν υποτιμάμε ποτέ τον αντίπαλο, ούτε τις συνθήκες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πανωλεθρία.
Ο Ντάριο για μια στιγμή έστρεψε το βλέμμα του από εκείνη την γυναίκα που μόλις χθες τον έτρεμε και σήμερα πάλι κινούσε τα νήματα, η δύναμη που ασκούσε πάνω του ήταν τρομακτική.
-Δεν σε πιστεύω, είμαι σίγουρος πως τον έχεις ήδη καταγράψει στον μακρύ κατάλογο των θυμάτων σου, είπε κοιτάζοντάς την και πάλι στα μάτια. Κι εγώ δεν ξέρω αν θα έπρεπε να είμαι με το μέρος σου ή να προσεγγίσω το θύμα ως... συνάδελφος, συνέχισε μ' ένα χαμόγελο.
-Ας πάμε λοιπόν και στον δεύτερο κανόνα. Αφήνουμε πίσω το παρελθόν. Εγώ δεν θα είχα φτάσει ποτέ εκεί που έφτασα αν δεν το ξεπερνούσα.
Σηκώθηκε και τον ακούμπησε τρυφερά στο περίγραμμα του προσώπου.
-Μην αφήνεις την πίκρα να σε επηρεάζει καλέ μου. Και οι δυο έχουμε να κερδίσουμε από αυτή την ιστορία. Αν μάλιστα φερθείς έξυπνα, έχεις να κερδίσεις κάτι πολύ παραπάνω από το μερίδιό σου. Την οικονομική εξασφάλιση κι ευημερία εφ' όρου ζωής!
“Τι έχεις στο μυαλό σου Μέτσε;” Τη ρώτησε κοιτώντας την καχύποπτα. “ΒΙ-ΚΤΟ-ΡΙ-Α!! Είμαι η Βικτόρια και είσαι ο Εντουάρντο. Ακόμα κι όταν είμαστε μόνοι μας θα χρησιμοποιούμε τα καινούργια μας ονόματα. Δεν ξέρεις ότι και οι τοίχοι έχουν αυτιά;” “Καλά!” Έκανε εκείνος ανυπόμονα. “Τι έχεις στο μυαλό σου αδερφουλα;” “Οτί θα μπορούσες να κάνεις πολύ ενδιαφέρουσες γνωριμίες από τον κύκλο του Γουστάβο όσο εγώ θα ασχολούμαι μαζί του. Και που ξέρεις... μπορεί και έναν πολύ καλό γάμο.” Την κοίταξε εμβρόντητος. Τι; Τώρα τον παντρολογούσε κι από πάνω;
-Τι νομίζεις πως νοσταλγώ την φυλακή, πως δεν βλέπω την ώρα να ξανασαπίσω εκεί μέσα; απάντησε νευρικά. Για σένα βέβαια θα είναι εύκολο να ξαπλώνεις με αυτόν τον χωριάτη και να παίρνεις ως αντάλλαγμα κοσμήματα και ακίνητα. Εγώ πώς θα παντρευτώ ως Εντουάρντο;  
-Αν δε χαλαρώσεις λίγο φυσικά και δε θα παντρευτείς, δε θα φτάσεις πουθενά. Αν δε ζήσεις και ο ίδιος σε ένα βαθμό το παραμύθι δεν πρόκειται να πείσεις. Κι έπειτα τι νόμιζες, πως τα οργανώνω όλα μόνη μου όλα αυτά τα χρόνια; Υπάρχουν οι φύλακες άγγελοί μου που με βοηθούν. Ψεύτικοι δεν είναι μόνο οι έρωτές μου, έχω ψεύτικο περίγυρο, ψεύτικους αριστοκράτες συγγενείς... Άνοιξε το πάνω συρτάρι του κομψού κομοδίνου. Ορίστε, είπε δίνοντας του δυο φρεσκοτυπωμένα διαβατήρια. Ούτε ο πιο έμπειρος ερευνητής της αστυνομίας δε θα καταλάβαινε ότι είναι πλαστά. Είμαστε πια ο Εντουάρντο και η Βικτόρια.
****
«Εντουάρντο και Βικτόρια Μοντέρο;» Όχι, δεν τους έχω ξανακούσει. Και πότε ήρθαν Ελβίρα;» ρώτησε η Λιλιάνα καθώς βοηθούσε την οικονόμο του σπιτιού του Γουστάβο να διπλώσει κάτι σεντόνια. «Σήμερα το πρωί. Νοίκιασαν το αρχοντικό της δόνια Κλορίντα για το καλοκαίρι» «Και πως είναι αυτοί;» «Από τα λίγα που μου είπε ο Χοσέ η κοπέλα φαίνεται λίγο ξιπασμένη αλλά ο αδερφός της είναι πολύ ευγενικός» «Και όμορφος;» «Και τι σ’ ενδιαφέρει αυτό μικρή μου;» «Δεν μ’ ενδιαφέρει, κουβέντα να γίνεται» απάντησε η Λιλιάνα δήθεν αδιάφορα αλλά η Ελβίρα είδε τη λάμψη στα μάτια της. «Πόσο γρήγορα μεγαλώνουν τα παιδιά» σκέφτηκε καθώς παρατηρούσε πιο προσεκτικά τη Λιλιάνα.
Πριν προλάβουν να πουν κάτι άλλο, ο Γουστάβο άνοιξε την πόρτα.
-Τι κάνετε εδώ;
-Μιλούσαμε για την Βικτόρια και τον Εντουάρντο Μοντέρο που έχουν νοικιάσει το αρχοντικό της δόνια Κλορίντα, εσύ γνωρίζεις κάτι γι αυτούς θειούλη;  
-Όχι, θα είναι καινούργιοι στην περιοχή. Βλέπω αρχίσατε ήδη τον κοινωνικό σχολιασμό, συνέχισε πειραχτικά ο Γουστάβο.
-Γιατί όχι, τα νέα είναι για να μαθαίνονται και φυσικά να σχολιάζονται, απάντησε χωρίς να πτοείται η Λιλιάνα. Δεν ξέρουμε ακόμα τίποτα σημαντικό αλλά αύριο στην γιορτή των Λεκορνέ θα τα μάθουμε όλα. Εσύ θα φορέσεις το πιο καλό σου κουστούμι και θα κόψεις λίγο τα μαλλιά, πρόσθεσε περνώντας τα χέρια της ανάμεσά τους. Θα είσαι πιο ωραίος έτσι.
-Μα Λιλιάνα... έχω...
-Δεν έχεις τίποτα. Και μη διανοηθείς σήμερα και αύριο να περάσεις όλο τον χρόνο σου με άλογα και γελάδια, σε θέλω όμορφο και φρέσκο για εκείνο το βράδυ. Είναι καιρός να αρχίσεις να βγαίνεις, να γνωρίζεις κόσμο... πέρα από τις γηραιές κυρίες των φιλανθρωπικών γκαλά εννοώ.
- Σου χαλάω εγώ χατήρι; της απάντησε γνωρίζοντας τον επίμονο χαρακτήρα της ανίψιας του. Θα πήγαινε σ’ αυτήν τη γιορτή, θα έμενε για λίγο, ίσα για να ευχαριστήσει τη Λιλιάνα και για να ευχηθεί στους Λεκορνέ και μετά θα έβρισκε μια δικαιολογία και θα έφευγε. Έτσι είχε τριπλό όφελος: α) θα γλίτωνε από τη γκρίνια της Λιλιάνα, β) δεν θα τον έπιαναν στο στόμα τους οι Λεκορνέ που φρόντιζαν να διαδίδουν ότι μετά το χωρισμό του με την Καρολίνα είχε καταντήσει ερημίτης και μαράζωνε (άσχετα αν ήταν λίγο αλήθεια) και γ) θα γνώριζε κι αυτή την περίφημη δεσποινίδα Μοντέρο για την οποία μιλούσε ακατάπαυστα όλο το προσωπικό μόλις λίγη ώρα από την άφιξή της στην περιοχή. Γνωρίζοντας τον ενθουσιώδη χαρακτήρα της ανιψιάς του, είχε το χρέος να δει από κοντά αυτή τη γυναίκα και τον αδερφό της για να αποφασίσει αν θα επέτρεπε στη Λιλιάνα να κάνει παρέα μαζί τους γιατί αναμφίβολα η μικρή έτσι και τους συμπαθούσε θα τους γινόταν τσιμπούρι.
Back to top Go down
Sponsored content





Συνέχισε την ιστορία...  Empty
PostSubject: Re: Συνέχισε την ιστορία...    Συνέχισε την ιστορία...  Empty

Back to top Go down
 
Συνέχισε την ιστορία...
Back to top 
Page 1 of 2Go to page : 1, 2  Next
 Similar topics
-
» Συνέχισε την Πεταλουδίτσα.
» Μια ιστορία, τρεις επιλογές.

Permissions in this forum:You cannot reply to topics in this forum
Τηλενουβελοτρέλα :: Γενικού περιεχομένου :: Λάτιν παιχνίδια-
Jump to: